Ιστορίες αγάπης (ΙΙΙ)

Κάποτε περπατήσαμε εδώ, όταν κρατούσαμε το χέρι εκείνο που καταύγαζε τις μέρες και τις έπλενε με ασήμι.
     Κρατούσαμε ένα χέρι και λέγαμε: να ο μεγάλος έρωτας.

Κι όταν ο έρωτας κόπηκε, τότε μόνο καταλάβαμε γιατί παλιά οι σπλαχνικοί θεοί μεταμόρφωναν τους πληγωμένους σε δέντρα, πουλιά ή ουράνια σώματα.

Εμείς, μη μπορώντας να λάμψουμε, ν' ανθίσουμε ή να πετάξουμε, ξεχάσαμε.

Κι όσο ο χρόνος διέβρωνε τη μνήμη,
     κι όσο η αγάπη πάσχιζε να τη διατηρήσει,
     χάσαμε την εικόνα του Άλλου, μάς ξεθώριασε. Και ξεθωριάσαμε κι εμείς στη θύμησή του.

Πάψαμε να είμαστε άνθρωποι, γίναμε ο ένας ο μύθος του άλλου.

Γίναμε μύθοι.



Ιστορίες για το τέλος

Ήτανε λέει η τελευταία ημέρα του κόσμου, όχι η τελευταία πριν το χάος, η τελευταία πριν τον επόμενο.

Περιμέναμε στο λιμάνι τα πλοία που είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα, μεγάλα και σκοτεινά, με φουγάρα τόσο ψηλά που τα έκαναν να μοιάζουν σαν πύργοι κάποιας φανταστικής, απίθανης πολιτείας.
     Ήτανε μέρες που κάποιοι από εμάς είχαμε ετοιμάσει τα υπάρχοντα μας με ανυπομονησία, μέρες που άλλοι ούρλιαζαν στα ραδιόφωνα από φόβο εκτοξεύοντας κινδύνους και απειλές, που άλλοι σώπαιναν, άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι έτρεμαν. 

     Ο κόσμος τελείωνε και ένας επόμενος άρχιζε.

Στο δημαρχείο της πόλης το σύστημα των ρολογιών που έθετε τα πάντα σε κίνηση είχε ήδη αρχίσει να ξεχαρβαλώνεται, τεράστια γρανάζια έπεφταν κάθε τόσο από δω κι από κει κι έπρεπε να προσεχείς πολύ, πολύ όταν πλησίαζες το σημείο εκείνο. Οι πελώριοι γυαλιστεροί δείκτες γυρνούσαν όλο και δυσκολότερα και ήταν φανερό πως δεν θα περνούσε πια πολύ ώρα μέχρι κάποιος από αυτούς να πέσει εντελώς στο έδαφος, συμπαρασύροντας τα πάντα στο τελεσίδικο λιώσιμό τους.

Τα πλοία πλησίαζαν, οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, πώς θα ήταν ο επόμενος, έλεγαν, ίσως και να μην είχε καθόλου ρολόγια, ίσως και να δούλευε με φως ή με αέρα, ίσως και να μπορούμε να πετάμε ή να κάνουμε κάτι άλλο που ως τα τώρα δεν μπορούσαμε,
     κι αν, αν έλεγαν κάποιοι δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει τελικά επόμενος;

Επειτα όλα έγιναν γρήγορα, τα ρολόγια γκρεμίστηκαν, τα πλοία έφθασαν, φύγαμε, είδαμε να πέφτει μια μαύρη, λασπώδης βροχη, είδαμε απο μακριά τον άλλο, τον επόμενο κοσμο, ακούσαμε το σύστημα των ρολογιών του να μπαίνει σε λειτουργία, πατήσαμε το χώμα του και πήραμε τον δρόμο για το σπίτι μας.



Ερωτικό

Έτρεμε το χέρι του, μασούσε ψέμματα, ηταν στραμμένος προς τον χειμώνα και μου 'λέγε "κοίταξε".
     Μου έλεγε "κοίταξε" και μου άπλωνε το χέρι του, που έτρεμε λες και δεν ηταν μέρος του κόσμου μας.

Κοιτούσα προς την άλλη πλευρά, τη θαλασσινή, εκεί που ξάπλωναν τα σώματα των καλοκαιριών γυμνά και ράθυμα, γεμάτα πληγές για να θυμούνται, γεμάτα μνήμη και χώμα και την πίκρα του απογεύματος. 

Μου άπλωνε το χέρι, φοβόμουν να το αγγίξω, νόμιζα οτι θα ηταν τόσο υγρό που θα μπορούσε να πλύνει το δικό μου και να μου πάρει τη μυρωδιά μου, δεν ήθελα να τη χάσω, ήξερα που ήθελε να μου πάρει τη μυρωδιά μου. Έσφιγγα τα δόντια μου και συνέχισα να κοιταζω τα θαλάσσια τέρατα να υψώνονται και να πέφτουν ατελείωτα. "Κοίταξε", έλεγε. 
     Πίσω, στη βάση του λαιμού μου, ένιωθα το ψύχος να έρχεται απ' το μέρος του χειμώνα, χάιδευε το σβέρκο μου η φρέσκια του πνοή, ήθελα να γυρίσω, ήθελα τον χειμώνα αλλα φοβόμουν τα μάτια του, αν με κοίταζαν τα μάτια του θα ήτανε για πάντα, για πάντα μέχρι να εξαντληθούν όλες οι εικόνες, μέχρι να εξαντληθούν όλες οι ομορφιές.


Κι έξαφνα όλα τελείωσαν, ήρθε ο χειμώνας ορμητικός με μια τρομερή βουή, μας τύλιξε στο χιόνι, τα χέρια μπλέχτηκαν, μας σήκωσε και μας πέταξε πέρα απ' τα βουνά, εκεί που βλέπεις μόνο λευκό. Μόνο λευκό και νερό και κάπου στο βάθος ένα σημείο που πρέπει να ειναι η αρχή των μύθων.


Τι έλεγε συνέχεια

Ήταν το χώμα της γης μου.
     Μύριζε δυόσμο και απέθαντες ομορφιές και μύθους.
     Τ' άγγιγμά της ήταν του ακατέργαστου μεταξιού κι όταν βάδιζες πάνω του άκουγες το πάτημά σου ν' αντηχεί σε απίθανα βάθη και σε νερά.
     Η γη μου δεν υπάρχει πια.

Τούτος δεν είναι ο κόσμος ο πραγματικός, είναι ένα όνειρο με πόνους και λύματα, με μπόχα και αρρώστια, με άλλους ανθρώπους που λένε εμμονή, έχεις εμμονή...
     Λένε εμμονή μόνο και μόνο για να ξεχάσω το χώμα μου και να χαθεί για πάντα η αλήθεια, δεν θέλουν, λένε την αλήθεια, λέω δεν θέλουν πίσω την αλήθεια, εκείνη που το χώμα μου κρατά, που μόνο το χώμα μου θα γεννήσει πάλι...

     Όμως εχθές βρέθηκαν δυο σπόροι, δεν ξέρω τι σπόροι ήταν, ήρθαν και με βρήκαν μόνοι τους, περπατούσα και τους βρήκα, δυο βρώμικοι μικροί σπόροι.
     Και μετά, στον ύπνο μου, είδα τους δυο σπόρους να μου ζητάνε το χώμα μου για να καρπίσουν, αλλά να καρπίσουν ανάποδα, να καρπίσει το χώμα μέσα από τους σπόρους, να απλωθεί παντού, να καταλάβει τα πάντα και να ξαναχτίσει τη γη μου.

Σήμερα φύτεψα τους σπόρους.

Σήμερα φύτεψα τους σπόρους.



ιστορικός μέλλοντας


Εκείνη τη μέρα τη θυμόμαστε.


Ίσως γιατί η βροχή που θα πέσει θα ‘ναι μαζί με ήλιο, με τόσο ήλιο που δεν θα ξέρεις αν αυτά που θα ξεπλένουν τα πάντα θα ‘ναι τα νερά ή το φως.

Ίσως γιατί τα χέρια που θα μας χτενίσουν θα ‘ναι πορφυρά, πορφυρά και λεπιδοφόρα και θα μας χτενίσουν για πρώτη φορά και θα φέρουν στον κόσμο τ’ αληθινά, τα πραγματικά μας μαλλιά.

Ίσως γιατί θα δαγκώσουμε πρώτη φορά τη λέξη πριν την πούμε κι έτσι θα νιώσουμε έξαφνα την άγνωστη, μυστική της γεύση.

Ίσως, πάλι, γιατί εκείνη η μέρα θα ‘ναι η μέρα που θα μας βρει η ποίηση, τ’ ανείπωτα κι η αγάπη, 
η μέρα που κάποτε ήρθε, ή κάποτε θα έρθει, ή θα έρχεται ξανά και ξανά και που ίσως κάποια στιγμή θα μπορούμε να πούμε γι' αυτήν πως έχει έρθει.



Εκείνη τη μέρα
           τη θυμόμαστε.


Ιστορίες πριν γραφτούν

Από αυτή την πλευρά, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, θα μπούνε τ' αγριάμπελα.
     Φιδογυριστά, ίσαμε το ψήλωμα κι έπειτα πάλι μέχρι τη θάλασσα, να κρεμάνε τα βαριά σώματά τους πάνω απ' το χώμα, να σκάνε σταφύλια μέλι, να βάφουν τις πέτρες και τα ζωύφια κόκκινο, λιγοθυμιά και μύθους.


Δίπλα θα μπούνε τα σπίτια.
     Με τις αυλές στη σκιά των δέντρων, να βρέχει και ν' αστράφτουν οι πλάκες τους φως και σκιά. Να 'ρχονται οι άντρες με τα βαριά χέρια να ζυμώνουν τα σώματα των γυναικών, κάτι ανείπωτο να τρέμει για μια στιγμή, κάτι με λίγο γέλιο και λίγο πόθο και σύννεφα.


Πίσω, η θάλασσα.
     Να ντύνει λάμψη σώματα και βότσαλα, οστρακόδερμα και παλιά ξεχασμένα τραγούδια. Να τρέφει ξόρκια, έρωτες δεμένους στο μαντήλι, στα ιστία και στα βράχια τα σκοτεινά, εκείνα που μένουν μόνα, που βραδιάζουν με τους λυγμούς τους και ξημερώνουν αρμύρα και λησμονιά.


Μετά τα πάντα θα είναι έτοιμα.

Τότε θα 'ρθει η φωτιά
                        και θα ξεκινήσουν όλα.

Αστικοί θρύλοι ΙΙ

Τη χρονιά που τα δέντρα άνθισαν μέσα στο χιόνι η πόλη θυμήθηκε παλιούς, ζοφερούς έρωτες.

Περπατούσες, λένε, σκυφτός, προσπαθώντας όσο μπορούσες να μην κοιτάξεις, να μην αφήσεις τη ματιά σου να πληγωθεί απ' το παράδοξο.

Τα χρώματα, λένε, είχαν αλλάξει.
     Λίγο πιο βαθύ κόκκινο, λίγο πιο θαμπό κυπαρισσί. Η μυρωδιά σου τσάκιζε το λογικό, το κορμί και τη μνήμη.

Τη χρονιά που τα δέντρα άνθισαν μέσα στο χιόνι δεν τη θυμάται κανείς, παρόλο που ο καθένας ξέρει κάποιον που έχει ακούσει πως κάποιος άλλος θυμάται τα πάντα.

Κάποιοι λένε πως θα 'ταν κάποιο λάθος, μια μικρή ανωμαλία, ένα παράξενο ρήγμα στο χωροχρόνο. Κάποιοι πως δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποια εξήγηση, μια αιτία που απλά δεν την ξέρουμε ακόμη, που ίσως να μην τη μάθουμε ποτέ. Άλλοι πως στην πραγματικότητα δεν είναι αλήθεια, πως δεν συνέβη ποτέ. 
     Και υπάρχουν και κάποιοι που λένε πως ήταν ποινή, τιμωρία και εκδίκηση.

Να αντέξεις δύο άνοιξες τη μία μετά την άλλη.


Αστικοί θρύλοι

Τις νύχτες κρύβονταν, λέει, στις γωνίες. Τις νύχτες εκείνες που έσταζαν θλίψη και τραγούδια του Tom Waits στα τζάμια των αυτοκινήτων. Είχε τόση σιωπή που έλεγες πως η πόλη ολόκληρη θύμιζε εκείνα τα πελώρια εγκαταλελειμμένα κτίρια, μ' ένα κενό τόσο αφόρητο που μπορούσε να σε καταβροχθίσει. Εκείνες τις νύχτες, που όλα ήτανε τόσο κλισέ που έλεγες πως δεν μπορεί, δεν μπορεί να 'ναι πραγματικές, εκείνες τις νύχτες κρύβονταν στις γωνίες.

Πάνε τόσα χρόνια από τότε που κανένας πια δεν είναι σίγουρος για το αν υπήρξαν πραγματικά ή για το αν ήταν απλώς ένας θρύλος που η πόλη και η ανία έθρεψαν μέχρι να τον κάνουν να ζωντανέψει.
     Τις νύχτες περπατάει πια κανείς σίγουρος πως καμιά παράξενη φιγούρα δεν θα πεταχτεί έξαφνα μπροστά του, με ανακατεμένα μαλλιά και ενοχλητικό βλέμμα, γελώντας τρανταχτά με τον τρόμο που  προκάλεσε. Κανείς δεν καραδοκεί πια στις γωνίες.
     Καμιά φορά, όταν η πόλη θυμάται και συζητάει γι' αυτούς, κάποιοι σκέφτονται πως κάποτε το να περπατάς στην πόλη ενείχε μια ασυνήθιστη επικινδυνότητα, μια αβεβαιότητα σχεδόν μαγική. Συζητάνε τότε γι' αυτούς, ανάβουν τα μάγουλά τους, μετά τους ξεχνάνε.

Οι νύχτες της πόλης παραμένουν
πάντα κλισέ.     

πάντα Μεσάνυχτα


Περίμενε σε 'κείνο το μέρος της πόλης όπου ήταν πάντα μεσάνυχτα. Περίμενε πάντα εκεί όπου το νυχτολούλουδο ήταν πάντα ανθισμένο κι η νύχτα λύγιζε απ' τη μυρωδιά. 
     Νύχτα και μυρωδιά, τα βασικά συστατικά του τρόμου. 

Έβλεπε τις σκιές μόνες, πεντάρφανες να σκίζουν τα σώματά τους στους τοίχους, να γλύφουν τα χρώματα και να τα χλωμιάζουν. Αγαπούσε τα χρώματα της νύχτας, φάνταζαν πιο βαθιά, σαν να τα έβλεπε κανείς μέσα απ' τον βυθό, σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά στην ουσία τους.
     Χρώματα και βυθός, τα βασικά συστατικά της αγάπης.

Κατέγραφε τα συστατικά, ανάσαινε βαθιά για να κρατήσει τ' άρωμα, έκλεινε τα μάτια, σκεφτόταν νέους συνδυασμούς, κατέγραφε, αναστέναζε. Αναστέναζε κι ένιωθε τη γλυκιά βιαιότητα του πόνου να χαράζει μέχρι τόσο βαθιά που μετά το σκοτάδι έτρεμε πάλι φως.
     Αναστεναγμός, το βασικό συστατικό της μνήμης.


Περίμενε σε 'κείνο το μέρος της πόλης που ήταν πάντα μεσάνυχτα.

Φρεναπάτες

Έλεγα "Ναι" και έλεγα ψέμματα.

Στους γκρεμούς και τ' απλώματα της χώρας,
     αντηχούσαν.
     Οι Αρχιτέκτονες που χάραζαν τα νέα σύνορα, πυροβολώντας χρώματα.
     Οι Οικοδόμοι που θεμελίωναν τα κτίσματα, κονιορτοποιώντας τα προηγούμενα και τις μνήμες που δεν ήτανε.
     Αλυχτούσαν.

Έλεγα "Ναι", έλεγα ψέμματα.

Τ' άνθη έσκαγαν με θόρυβο και γιορτή, απλώνονταν στους τοίχους πριν εκείνοι υψωθούν εντελώς. Ο ήλιος κεντούσε τις αυλές και στις κρήνες που εμφανίζονταν η μια μετά την άλλη, σαν κύματα ήρεμου νερού. Κάτι πουλιά άγνωστα έσερναν με τα ράμφη τους τα βιβλία στις θέσεις τους. Τα κτίρια ορθώνονταν. Τα μελίσσια στις ροδακινιές στάθηκαν για λίγο ακίνητα. Ο τόπος ρίγησε για μια στιγμή, ευωδιάζοντας πασχαλιά·  σε καλούσε.

Έλεγα "Ναι" και έλεγα ψέμματα.
     Έστρεψα την πλάτη κι άρχισα να απομακρύνομαι.
     Πίσω μου, τυλιγμένη σε απίθανα στρώματα λήθης, η φυλακή σου ήταν έτοιμη.


Do canaries dream of trees?

Αυτός ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε τρελάνει. Τα πνευστά και τα έγχορδα που θα σου συνέθλιβαν το λογικό, εάν τα άφηνες. Η χαρά τους, που δεν το 'χε σε τίποτα να σε καταπιεί ολόκληρο, αφήνοντας πίσω της τίποτε άλλο από το τίποτε.

Έμπαινες στην αίθουσα και σε καταλάμβανε τρόμος, εκείνος ο τρόμος που πάντα τον υποψιαζόσουν, πάντα τον ένιωθες να τρέμει δίπλα στο στόμα σου, να σπαρταρά πίσω στον ώμο σου, αλλά που δεν τον είχες γνωρίσει ποτέ. 
     Ο τρόμος χάραζε την αίθουσα και στο διάβα του μπορούσε να σε ποτίσει στον πόθο του για πάντα.
     Έβγαινες.

Ακουμπούσες λίγο στην κλειστή πόρτα και ξεχνούσες τις δονήσεις και τα τινάγματα όσο ξαφνικά τα είχες αφήσει να σε διαπεράσουν. Ανάσαινες. Κοιτούσες γύρω. 
     Έξαφνα συνειδητοποιούσες πως δεν είχες μπει από εκεί, εσύ είχες μπει από ένα μέρος όλο δέντρα, πουλιά και φως κι εκείνο ήταν ένα μέρος σκοτεινό γεμάτο λευκά κλουβιά με σιωπηλά καναρίνια που κοιμούνταν παραιτημένα, με κρυμμένα κεφάλια και φουσκωμένο φτέρωμα.

Άνοιγες την πόρτα, έμπαινες.
     Ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε γδάρει μέχρι βαθιά. Μέχρι τα σκοτεινά, υδάτινα κέντρα, εκεί που οι μνήμες σου θα μπορούσαν να  μουσκέψουν για πάντα με μιαν αγάπη τόσο κοντά στη φρίκη που καλύτερα να μην την γνώριζες ποτέ. 
     Ήταν τα πνευστά και τα έγχορδα που λύγιζαν και εκπυρσοκροτούσαν έναν ήχο τόσο συμπαγή που θα μπορούσε να σαϊτέψει μυριάδες λυγμούς στο κορμί σου και να σε τσακίσει.
     Κι ήταν τα δέντρα, το μαλακό φως και τα πουλιά, τόσα που έλεγες μα αυτό είναι το μέρος από όπου ήρθα
     Έβγαινες.

Έμπαινες στην αίθουσα.



Ιστορίες που διαβάστηκαν λάθος II

"Φτιάξε έναν καινούριο κόσμο. Άρχισε απ' την αρχή."  Θ. Ουάιλντερ, Με τα Δόντια
Φορούσαν μάσκες, χόρευαν, έπιναν ποτά, ήδη νεκροί.
     Τα φώτα άναβαν κι έσβηναν.
     Δεν ήταν τα ρυθμικά, πολύχρωμα φώτα του άλλοτε.
     Ήταν τα φώτα ασφαλείας, από τα λίγα πράγματα που είχαν μείνει όρθια τώρα που ο κόσμος πέθαινε. Σαν μια αμείλικτη, τελεσίδικη δοκιμή για ό,τι πλησίαζε.

Εκείνοι-ήδη-νεκροί· τώρα μια ενιαία μάζα που παλλόταν τραγουδώντας, γελώντας και ουρλιάζοντας.      
     Όσοι έπεφταν δεν φώναζαν πια κι ας ήξεραν ότι θα ποδοπατηθούν. Λες και δεν τους ένοιαζε, φτάνει που πέθαιναν μέσα σε κείνη την αστραφτερή στιγμή. Μέσα σ' εκείνη τη δίκοπη αγκαλιά, όλο σόλες, αγκάθια και πέτρες· παρήγορη υπενθύμιση πως τίποτε δεν αγαπήθηκε ποτέ στ' αλήθεια.


Ο κόσμος πέθανε.
Εμείς όχι.
Κοιτούσαμε σιωπηλοί τις στάχτες, τη σκόνη και τις πέτρες.
Κάποιος στάθηκε πίσω μας. Δεν μιλήσαμε.
Κάποιος μάς μίλησε. "Θα ξαναρχίσουμε".
Καθόμασταν και κοιτούσαμε τις στάχτες.
Κάποιος μάς μίλησε. "Θα ξαναρχίσουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς".
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε με φρίκη.

Ιστορίες που διαβάστηκαν λάθος

Αν εκείνο που περνούσε ήταν χρόνος, δεν σάρωνε τίποτα πια. Ήτανε μονάχα σκιές που άπλωναν και μάζευαν στα ράφια με τα βιβλία και τα βαλσαμωμένα πουλιά. Σκιές που πότε φανέρωναν και πότε έκρυβαν ράμφη, περίτεχνα δεσίματα, γαμψά νύχια και μυστικές, τρομερές λέξεις.

Μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε".

Όταν έφευγε οι σιδερένιες πόρτες έκλειναν με πάταγο πίσω του και τα παγώνια στους διαδρόμους έσκυβαν τα κεφάλια τους.
  
Γύριζα τους διαδρόμους με τη θλίψη στα μάτια των παγωνιών να με ραίνει τη θλιβερή αγάπη τους, γεμάτη σκούρα νερά και φαρμακερή ομορφιά.

Άνοιγα τα βιβλία, έψαχνα να μάθω για την κατάρα, μάταια. Ερχόταν, μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε". Έφευγε, έκλειναν οι πόρτες, έκλαιγαν τα παγώνια, με κοίταζαν.

Έψαχνα να μάθω για την κατάρα. Κατάρα δεν υπήρχε.

Μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε".

Ιστορίες αγάπης (ΙΙ)

Λύγιζε το δέρμα, η σάρκα έτρεμε. Από μέσα χάιδευε ο πόνος, προετοιμάζοντας το σώμα για το χρώμα που θα ερχόταν, πρώτα το κόκκινο κι έπειτα τις άλλες, σκοτεινές αποχρώσεις. Τις μαβιές παραλλαγές της μικρής κάκωσης.

Φορούσαν μακριά μανίκια, κούμπωναν με επιμέλεια τις μανσέτες στους καρπούς, έκλειναν τα πουκάμισα μέχρι το λαιμό.  Μην πτυχωθεί το ύφασμα, μην φανερώσει τα σημάδια που άπλωναν σαν σκούρα συννεφάκια στο σώμα.
     Έπρεπε να τα κρύβουν. Ήθελαν να τα κρύβουν.

Όταν η μέρα τέλειωνε έκλειναν τις πόρτες τους, έβγαζαν τα ρούχα τους, τα κοιτούσαν και χαρτογραφούσαν τις θύμησες.

Καμιά φορά σε κάποιο τυχαίο άγγιγμα στο δρόμο η μνήμη ξαναγυρνούσε, η αγάπη άναβε στο μυαλό τους και έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ, πολύ για να μην προδοθούν.
     Τότε περπατούσαν ακόμη πιο βιαστικά, προσέχοντας  μήπως τους ακουμπήσει κάποιος και κυρίως μήπως κατά λάθος το βλέμμα τους πέσει στα κατεβασμένα μανίκια των υπολοίπων.

Ιστορίες αγάπης

Γυρνούσα τις σελίδες, έκλεινα το βιβλίο.
     Ξανά και ξανά.
     Τίποτε.
     Οι λέξεις είχανε γίνει ακατανόητες. Τα γράμματα, οι ανωφέρειες, οι καμπύλες και οι αιχμές τους, μού ήταν άγνωστα. Άφηνα το ένα βιβλίο και έπιανα το άλλο. Βγήκα και αναζήτησα βιβλία αλλού. Επέστρεψα. 
     Άπλωσα μπροστά μου λευκές σελίδες και πήρα στο χέρι το μολύβι. Και πάλι τίποτε.
     Κάθισα και με βρήκε η απόγνωση κι έκλαψα και δεν ήτανε δάκρυα μα νερό.
     Η γλώσσα με εγκατέλειπε.

Πέρασε αρκετός καιρός έτσι κι όσο κι αν δεν θα το περίμενα ποτέ, συνήθισα. Ξέχασα τις λέξεις και τις δονήσεις, τη συγκίνηση και τα όνειρα άλλων κόσμων, την αίσθηση των δακτύλων μου όταν πίεζαν το μολύβι καθώς το έσερνα πάνω στο χαρτί. Κι όταν τα ξέχασα όλα, ήρθε.

Για να ξαναϋφάνει τα δάχτυλά μου. Να ξαναεπινοήσει τις ιστορίες μου.
     Όλες οι δαγκωμένες μα ξαναγιατρεμένες λέξεις, ατσαλάκωτες, την περίμεναν. Την περίμεναν τα βιβλία που ψιθύριζαν την αγάπη, αδιάβαστα από καιρό και λησμονημένα. Το νερό, που δεν έκλαιγα πια, την περίμενε.


Κι ήρθε και το κορμί της αντανάκλασε για λίγο την απόλυτη σιωπή.

Κάτω από τα βιβλία υπήρχε χώμα.
Κάτω από το χώμα έτρεμαν οι υπόγειες πηγές.

Των τελευταίων

Έλιωναν οι τοίχοι.
Έλιωναν οι τροχοί.

Προχωρούσαμε προσεκτικά μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων και κρατούσαμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου. Ήταν η μόνη οδηγία, ο μόνος κανόνας που είχε μείνει όρθιος μέσα στον τρομαγμένο νου μας. Να κρατάμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου.
     Να το κρατάμε σφιχτά, σαν αρπακτικά. Αναπόδραστα, σαν εκδικητές.
     Να το κρατάμε.

Έλιωναν τα βιβλία και οι κάμποι, τα οικήματα και οι μπαχτσέδες.
     Οι ροδιές, τα μαλλιά και τα δοξάρια.
     Οι ήχοι και οι ματιές, οι ψίθυροι, τα μυστικά κάτω απ' τις πέτρες. Έλιωναν.
     Σκεφτόμασταν το χέρι του άλλου. Παρακαλούσαμε τη δύναμη να κυλήσει, να γιορτάσει στα δάχτυλά μας. Τη σκεφτόμασταν και λέγαμε οι λέξεις θα γίνουν ύλη και θα τα καταφέρουμε.

Έλιωναν τα αηδόνια και τα κρύσταλλα, ο επινομένος χρόνος και τα ρολόγια που άρθρωναν την αγαπημένη απάτη του. Οι σταθερές και τα νοήματα. Η λαχτάρα μας, έλιωνε.
      Κι ήρθε η ώρα που έλιωσαν τα πόδια και
τα δάχτυλά μας.
     Ξεχάσαμε τον άλλον.
     Ξεχάσαμε  την οδηγία.

Κι ήρθε η ώρα που δεν έμεινε πια τίποτα.
     Δεν έμεινε ύλη, οδηγίες ή λέξεις.

Πλέαμε, μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων, συγκλονισμένοι.

Και τότε, μέσα στον χαμό, στο  τέλος των ανύπαρκτων, στη σιωπή του ανείπωτου,
σηκώθηκαν οι τρελοί.

Σηκώθηκαν οι τρελοί και μας έτειναν το χέρι.