Τυφλόμυγα

"Θα ανοίξεις αυτή την πόρτα και θα μπεις", μου είπε.
     "Μην με κοιτάζεις, δεν θα σου πω κάτι άλλο.
     Απλά άνοιξε την πόρτα και μπες.

Ναι, είναι σκοτάδι, τι περίμενες; Είναι σκοτάδι κι είναι απόλυτο, όχι από αυτό που σιγά σιγά αρχίζεις να βλέπεις περιγράμματα και χρώματα και φως, αλλά από αυτό που δεν συνηθίζεται. Ποτέ.
     Δεν θα το συνηθίσεις, θα το ξεχάσεις. Σε λίγο καιρό δεν θα βλέπεις καν το σκοτάδι, θα 'ναι απλά σαν να τυφλώθηκες. Σαν να ζεις στον ίδιο κόσμο όπως πριν, απλά χωρίς την όρασή σου. Θα δεις, θα γίνει πιο γρήγορα από ό,τι περίμενες. Σε όλους το ίδιο συμβαίνει.
      Μην τρέμεις. Τι ανόητη αντίδραση. Προχώρα.

Από την πόρτα που πέρασες και πέρα ο κόσμος αλλάζει όπως αλλάζεις κι εσύ. Θα το μάθεις κι αυτό. Δεν είναι τυχαίο που μαζευτήκαμε εδώ, εμείς που αγαπήσαμε το σκοτάδι και αποφασίσαμε να ζήσουμε σ' αυτό.  
     Εδώ ο κόσμος είναι αυτός που θέλουμε. Δεν υπάρχει το απατηλό δεδομένο της όψης, δεν μας καταδυναστεύει το φαίνεσθαι, δεν μας λυγίζει η υλικότητα και το βάρος που το φως προσθέτει στα πάντα· εδώ μπορούμε να γίνουμε ό,τι σκεφτήκαμε ποτέ και να κάνουμε τον κόσμο γύρω να χορεύει μαζί μας.

Θα έχεις ακούσει όσους μας κατηγορούν για δειλούς, για αναχωρητές κι αρνητές της αλήθειας και της καθαρότητας του αγνού, πρώτου φωτός.
     Εμείς γελάμε. 
     Εμείς μόνο ξέρουμε.
     Απαρνηθήκαμε τα μάτια μας για να φτιάξουμε την αλήθεια.
     Αν θελήσουμε μπορούμε να φτιάξουμε και το φως. 

Ναι, πάτησε εδώ. Ξέρω πως ήρθες μόνο να γράψεις για μας, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μείνεις. Είμαι σίγουρος ότι θα δεις. Το ξεχνάς γρήγορα, αυτό να γράψεις. Σε λίγο καιρό νιώθεις απλά τυφλός. Μετά από λίγο ξεχνάς ακόμη και την τυφλότητά σου κι όλα είναι σαν πριν, απλά καλύτερα, αυτό να γράψεις.

Καλωσήρθες στο Σκοτάδι", είπε.
"Θα είμαι ο οδηγός σου." 

Το σκοτάδι μέσα

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κρεμόταν πάντα  στην κεντρική αίθουσα του δημαρχείου της πόλης, σκεπασμένος με τα βαριά βελούδινα μαυρόπανα που είχαν φτιάξει οι παλιοί για να προστατέψουν το χώμα και το νερό και τα λογικά μας από τις επικίνδυνες αντανακλάσεις του.

Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να μετακινηθεί.
    
Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να καταστραφεί.
     Δεν χρειαζόταν φύλαξη ή κάγκελα· κανένας λογικός δεν θα τολμούσε ποτέ να τον πλησιάσει.

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κάθε τόσο η πόλη θυμόταν τον καθρέφτη και τότε ήταν συνήθως Χειμώνας. Οι διηγήσεις θέριευαν και απλώνονταν σε όλες τις γειτονιές. Ήταν ο καιρός που οι παλιοί γίνονταν και πάλι το επίκεντρο της προσοχής, τα πρόσωπα στα οποία στρεφόμασταν όλοι.

Έλεγαν πως ο καθρέφτης είχε εμφανιστεί στην πόλη εξ αιτίας μια παλιάς, ξεχασμένης υπόσχεσης κι άλλοι πως ήταν απ' το μέλλον, άλλοι πάλι πως ήταν αχειροποίητος, άλλοι έλεγαν για μέλισσες καταραμένες και για κεριά, για φωτιές και στοιχειωμένες αγάπες, για αιματηρά ίχνη, ακρωτηριασμένα μέλη που κρατούσαν τη μνήμη των τελευταίων αγγιγμάτων και θάλασσες προκατακλυσμιαίες κι αμαρτίες που εξαφάνιζαν το χρόνο και ξεβρασμένα κήτη.
     Τα έμπλεκε όλα αυτά η πόλη στη μυθολογία της.

Εμείς όμως το μόνο που ξέραμε στα σίγουρα ήτανε πως εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό, το κουτί της Πανδώρας, ο Αρμαγεδδών κι ο Αφανισμός μας.


Γιατί εκείνος ο καθρέφτης μπορούσε να μας δείξει την αντανάκλασή μας.