Τι έλεγε συνέχεια

Ήταν το χώμα της γης μου.
     Μύριζε δυόσμο και απέθαντες ομορφιές και μύθους.
     Τ' άγγιγμά της ήταν του ακατέργαστου μεταξιού κι όταν βάδιζες πάνω του άκουγες το πάτημά σου ν' αντηχεί σε απίθανα βάθη και σε νερά.
     Η γη μου δεν υπάρχει πια.

Τούτος δεν είναι ο κόσμος ο πραγματικός, είναι ένα όνειρο με πόνους και λύματα, με μπόχα και αρρώστια, με άλλους ανθρώπους που λένε εμμονή, έχεις εμμονή...
     Λένε εμμονή μόνο και μόνο για να ξεχάσω το χώμα μου και να χαθεί για πάντα η αλήθεια, δεν θέλουν, λένε την αλήθεια, λέω δεν θέλουν πίσω την αλήθεια, εκείνη που το χώμα μου κρατά, που μόνο το χώμα μου θα γεννήσει πάλι...

     Όμως εχθές βρέθηκαν δυο σπόροι, δεν ξέρω τι σπόροι ήταν, ήρθαν και με βρήκαν μόνοι τους, περπατούσα και τους βρήκα, δυο βρώμικοι μικροί σπόροι.
     Και μετά, στον ύπνο μου, είδα τους δυο σπόρους να μου ζητάνε το χώμα μου για να καρπίσουν, αλλά να καρπίσουν ανάποδα, να καρπίσει το χώμα μέσα από τους σπόρους, να απλωθεί παντού, να καταλάβει τα πάντα και να ξαναχτίσει τη γη μου.

Σήμερα φύτεψα τους σπόρους.

Σήμερα φύτεψα τους σπόρους.