Res

 "Δε μας φτάνουν πια τα όνειρα και τα νέφη και τα φάσματα.
   Αποκηρύξαμε το άυλο και το ιδανικό, τις φαντασιοπληξίες και τα ανείπωτα.
   Θέλουμε την υλικότητα των σωμάτων, με τη μυρωδιά και το βάρος της σάρκας. 
   Το τραχύ του χώματος και το δροσερό του υγρού. 
   Εκείνο που μπορεί ν' αδραχθεί και να μασηθεί. 
   Θέλουμε την ύλη, το πυκνωμένο συναίσθημα. 
   Ό,τι με κόπωση  υποχωρεί, ό,τι πληγώνεται και ό,τι όταν χάνεται είναι επειδή αλλάζει κι όχι επειδή απλά εξαφανίζεται.
   Τούτο μόνο μπορούμε να θρηνήσουμε, την αλλαγή. 
   Με την ύλη μόνο να ξαναμετρήσουμε το χρόνο."

Υπήρξε το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι χαρτιού του κόσμου. Ό,τι πιο αμφιλεγόμενο έφερε ποτέ στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Το μήλον της έριδος μεταξύ σχολών, κρατών και θρησκειών. Η αφετηρία για μια στρατιά κινημάτων που αφορούσαν τα πάντα, από την τέχνη και τη φιλοσοφία ως τη μαγειρική και την αστρολογία. Η πιο βέβηλη διακήρυξη του ανθρώπινου πνεύματος. Προάγγελος συμφορών, λυτρωτής, κακόβουλος σύμβουλος, κρυπτογραφημένη αλήθεια. Εκείνο το κομμάτι χαρτιού, η παλαιότερη προκήρυξη του κόσμου.

Μετά λύπης μας σας ενημερώνουμε πως η συντήρησή του κρίνεται πια αδύνατη καθώς η παλαιότητά του είναι ανυπολόγιστη. 
   Οποιαδήποτε προσπάθεια θα οδηγήσει αναμφισβήτητα στην πιο γρήγορη διάλυσή του κι έτσι η απόφασή μας ορίζει να παραμείνει προς έκθεση, όπως όλα αυτά τα χρόνια,  χωρίς καμία άλλη παρέμβαση. 
   Μέχρι να εξαφανιστεί.

Le fou



Μέσα στο σκοτάδι διέκρινες μόνο τα γυμνά της μέρη που καθώς κινούνταν έλαμπαν σαν να ήταν υγρά, λες κι ήταν εκείνα που είχαν κλέψει την πηγή του φωτός.
Στάθηκα κοντά της.
Τα χέρια της κινήθηκαν ελαφρά, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση τους και τελικά σταυρώθηκαν προς τα εκεί που θα έπρεπε να είναι το στήθος της. Πρέπει να σήκωσε το κεφάλι γιατί τώρα μπορούσα να δω τα μάτια της να γυαλίζουν, ακίνητα και παθητικά, μια παραίτηση σχεδόν αισθησιακή. 
Προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπό της.

Τριγύρω μας σάλευαν δεκάδες ακόμη κορμιά καθώς κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις της ενοχλητικά απροσδιόριστης αίθουσας. Πνιχτοί ψίθυροι, συρσίματα και φευγαλέες κινήσεις.
Σαν να βρισκόμασταν στο κέντρο μια άγνωστης δίνης που μας αφορούσε με έναν τρόπο ξένο, ακατανόητο και επικίνδυνο.

Δεν τόλμησα να της μιλήσω.
Προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπό της.

Πρέπει να έσκυψε προς το μέρος μου γιατί ακούστηκε ένα ελαφρύ κουδούνισμα από κάτι που θα φορούσε στον λαιμό της.
"Είσαι έτοιμος;" ψιθύρισε με μια φωνή που μόλις ακούστηκε, αλλά ήταν σαν να ερχόταν από κάπου αλλού. 
Σαν από ξεχασμένα δώματα όπου τα σώματα κάποτε αμάρταιναν φορτωμένα ομορφιά.

"Ναι" είπα, και ήταν ψέμματα.

Τότε ο χώρος φωτίστηκε λίγο περισσότερο, αλλά πριν καταφέρω να κοιτάξω το πρόσωπό της είδα το τετράγωνο στο οποίο στεκόμουν, διαγώνια από εκείνη. 
Έπειτα την υπόλοιπη σκακιέρα. 
Τη μάχη.
Τέλος, τη λάμα στο χέρι της.

Πριν καλά καλά μπορέσω να σκεφτώ τη λέξη "παγίδα", ο πόνος με άνοιγε στη μέση.