Εξιλέωση

Χαρτογραφούσαμε τις πυρές, τις κρεμάλες και τα πηγάδια όπου είχαν εκτελεστεί οι μάγισσες.
     Ήταν όμορφος τόπος, κατάφυτος, έκρυβε στις πλαγιές και τα ισιώματά του τόσα διαφορετικά δέντρα και λουλούδια που ήταν σαν να είχαν συγκεντρωθεί όλα εκεί επίτηδες, για να μπορεί κάποιος να τα θαυμάσει. Καθώς  τα πεσμένα φύλλα και τα καφετιά μανιτάρια τσακίζονταν από τα βήματά μας, όλη μας η πορεία μύριζε ζεστή, υγρή ζωή.

Κάποιοι από τους πέτρινους σταυρούς που σημάδευαν τα σημεία που είχαν γίνει οι σημαντικότερες εκτελέσεις έστεκαν ακόμη όρθιοι, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν λυγίσει από το χρόνο και τη βλάστηση και έμεναν πια μισοθαμμένοι. Σημαδεύαμε τα πηγάδια και τα δέντρα όπου είχαν στηθεί οι κρεμάλες και μαρκάραμε το χώμα όπου συμπεραίναμε πως είχαν στηθεί οι πυρές. Έπειτα τα καταγράφαμε, μετρούσαμε τις αποστάσεις και συνεχίζαμε.
     Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να φανταστούμε τις μυρωδιές, τους ήχους, την αγωνία που κρεμόταν κάποτε σε κάθε πτυχή εκείνου του τόπου, περιμένοντας να νιώσουμε το ανατρίχιασμα της φρίκης κάθε που ανακαλύπταμε κάτι καινούριο.
     Μας άρεσε εκείνος ο φόβος, με έναν τρόπο ηδονικό. Ο τρόμος μέσα στην απόλυτη ομορφιά σχεδόν μας τσάκιζε το λογικό.

Ψάχναμε τις μάγισσες στο δάσος χαρτογραφώντας τα μέρη που πέθαναν και γυρεύοντας κάποιο σημάδι ταφής, κάποιο απομεινάρι, προσβλέποντας στην αποκατάσταση μιας μεγάλης, παλιάς αδικίας.
      Στην αποκατάσταση της αλλοτινής μαγείας, που είχαμε χάσει, που είχαμε μείνει ορφανοί, έρμοι κι απομαγεμένοι ανάμεσα στα θαύματα, να μην μπορούμε να τα ζήσουμε.

Χαρτογραφούσαμε τις πυρές, τις κρεμάλες και τα πηγάδια όπου είχαν εκτελεστεί οι μάγισσες.

Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα

Ο αέρας μύριζε ζοφερά και γλυκά, μια παράδοξη γλύκα από βαθιά κι από πολύ παλιά, η γλύκα των ξεχασμένων τραυμάτων.
     Ο ήλιος έδυε γρήγορα, έβλεπα τη σκιά μου ν' αλλάζει και να μακραίνει συνεχώς κι ύστερα να αγωνίζεται να κρατηθεί στον ξεφτισμένο τοίχο και τελικά να εξαφανίζεται σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Σαν να μην ήταν τίποτε άλλο παρά η προσπάθειά μου να αποδράσω από τον εαυτό μου. 
     Έμενα ακίνητη.

Τριγύρω απλώθηκε μια υπόκωφη βουή από σουρσίματα και τριξίματα καθώς οι πόρτες έκλειναν και διπλοκλειδώνονταν, τα παράθυρα σφάλιζαν και τα μάνταλα ελέγχονταν ξανά και ξανά. Κράτησε λίγες στιγμές κι έσβησε. 
     Η πόλη κρατούσε την αναπνοή της.

Έστεκα ακίνητη, ανίκανη να σαλέψω. Η σκέψη μου στριφογυρνούσε αποπροσανατολισμένη από την γλυκύτητα της αίσθησης, προσπαθώντας να με προειδοποιήσει, να με συνετίσει και να δώσει τις κατάλληλες εντολές ώστε να κινήσω τα μέλη μου και να ανοίξω την πόρτα. Δίπλα ακριβώς από την είσοδο του σπιτιού μου μπορούσα να δω αφισοκολημένη τη διάταξη με τις οδηγίες ασφαλείας και τα μέτρα που έπρεπε να παίρνει κάθε κάτοικος σε αυτή την πόλη, κάθε νύχτα μέχρι το πρώτο φως. Τις ήξερα πια όλες απ' έξω, ο καθένας στην πόλη τις είχε μάθει πια καθώς η προφύλαξη ήταν η μόνη λύση, ο μόνος λόγος που δεν υπήρχαν θύματα κάθε νύχτα, όταν στην πόλη έβγαινε εκείνο.
     Τις γνώριζα πάρα πολύ καλά, αλλά δεν μπορούσα να σαλέψω.

 Βαθμιαία η σκέψη κόπασε. Έμεινα ακόμη εκεί, να σκέφτομαι πως ήταν τόσο σκοτεινά που δεν έβλεπα ούτε τον αέρα, πως ανάσαινα την ίδια τη νύχτα.


Κάθε απόβραδο σταματούσα στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Κάθε πρωί ξυπνούσα στο κρεβάτι μου χωρίς την παραμικρή ενόχληση και μάλιστα με την εξώπορτα μου ξεκλείδωτη. 
     Δεν είχα ποτέ καμία ανάμνηση από καμία νύχτα, μονάχα την μετέωρη αίσθηση ότι ονειρεύτηκα, ότι ονειρεύτηκα πάρα πολύ, τόσο που τα όνειρά μου πρέπει να ήταν από ύλη, ύλη τραχιά, που πληγώνει σαν
πυκνωμένη αγάπη.

Κάθε πρωί στο κατώφλι μου με περίμενε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.