Ερωτικό

Έτρεμε το χέρι του, μασούσε ψέμματα, ηταν στραμμένος προς τον χειμώνα και μου 'λέγε "κοίταξε".
     Μου έλεγε "κοίταξε" και μου άπλωνε το χέρι του, που έτρεμε λες και δεν ηταν μέρος του κόσμου μας.

Κοιτούσα προς την άλλη πλευρά, τη θαλασσινή, εκεί που ξάπλωναν τα σώματα των καλοκαιριών γυμνά και ράθυμα, γεμάτα πληγές για να θυμούνται, γεμάτα μνήμη και χώμα και την πίκρα του απογεύματος. 

Μου άπλωνε το χέρι, φοβόμουν να το αγγίξω, νόμιζα οτι θα ηταν τόσο υγρό που θα μπορούσε να πλύνει το δικό μου και να μου πάρει τη μυρωδιά μου, δεν ήθελα να τη χάσω, ήξερα που ήθελε να μου πάρει τη μυρωδιά μου. Έσφιγγα τα δόντια μου και συνέχισα να κοιταζω τα θαλάσσια τέρατα να υψώνονται και να πέφτουν ατελείωτα. "Κοίταξε", έλεγε. 
     Πίσω, στη βάση του λαιμού μου, ένιωθα το ψύχος να έρχεται απ' το μέρος του χειμώνα, χάιδευε το σβέρκο μου η φρέσκια του πνοή, ήθελα να γυρίσω, ήθελα τον χειμώνα αλλα φοβόμουν τα μάτια του, αν με κοίταζαν τα μάτια του θα ήτανε για πάντα, για πάντα μέχρι να εξαντληθούν όλες οι εικόνες, μέχρι να εξαντληθούν όλες οι ομορφιές.


Κι έξαφνα όλα τελείωσαν, ήρθε ο χειμώνας ορμητικός με μια τρομερή βουή, μας τύλιξε στο χιόνι, τα χέρια μπλέχτηκαν, μας σήκωσε και μας πέταξε πέρα απ' τα βουνά, εκεί που βλέπεις μόνο λευκό. Μόνο λευκό και νερό και κάπου στο βάθος ένα σημείο που πρέπει να ειναι η αρχή των μύθων.