Το όνειρο που βλέπαμε κάθε βράδυ

Όλα εκείνα που δεν ζούσαμε και όμως έμοιαζαν τόσο κοντά, τόσο δίπλα μας λες και ήτανε δικά μας.
    Όλα εκείνα που όμως δεν ηταν πραγματικά δικά μας και είχαν εκείνη την ανείπωτη, αφόρητη ομορφιά.
    Όλα εκείνα, λέει, είχανε γεύση.

Είχανε τη γεύση των μεγαλουπόλεων, εκείνη την αστραφτερή, που σκάει στο στόμα όλο ευτυχία και λάμψη και γέλια. Είχανε τη γεύση πρωτοφιλητων στομάτων και λυγμών και ανάσας που κόβεται με δυόσμο. Ανάσας που κόβεται με δυόσμο και φιλιού και χεριού που έρχεται για να μείνει.
    Είχανε τη γεύση χεριού που έρχεται για να μείνει.
 
Τέτοια γεύση είχανε όλα εκείνα που δεν ζούσαμε, όλα εκείνα που καμιά φορά τα νιώθαμε δίπλα μας, σαν φαντάσματα: είχανε, λέει, γεύση.
 
Και πάλι δεν είχανε τη γεύση:
   Της θλίψης και των πόλεων του χαμού και του κάδου. Τη γεύση του βιβλίου που δεν διαβάστηκε. Δεν είχανε τη γεύση της άκρης του πεζοδρομίου που συσσωρεύει όλη την βρώμιά των παπουτσιών, όλα εκείνα τα περισσευούμενα των βιαστικών βημάτων και των αυτοποιημένων λόγων.
    Δεν είχανε, δεν είχανε τη γεύση της μεγάλης μοναξιάς: του πιο θλιμμένου τέρατος που τρύπωσε ποτέ στα υπόγεια όπου ζούνε οι άλλες, οι πραγματικές πόλεις.

Είχανε, λέει, γεύση όλα εκείνα. Όλα εκείνα που δεν ήτανε δικά μας, είχανε γεύση.

Και το όνειρο τελείωνε πάντα με βροχή.