Το σπίτι του καλοκαιριού

«Άδειασε το ποτήρι.

Κάποτε τα καλοκαίρια τα χέρια μας ήταν πάντα κόκκινα από τα μούρα. Σκαρφαλώναμε, τρώγαμε μούρα και κοιτάζαμε άπληστα από τα παράθυρα τους ανθρώπους, ράθυμους μέσα στη ζέστη που έκανε τα πάντα να μυρίζουν θαρρείς περισσότερο. Σκαρφαλώναμε, τρώγαμε μούρα και κρυφοκοιτάζαμε τη ζωή.
     Εκείνο το μεσημέρι το βλέμμα μας στάθηκε σε ένα ορθάνοιχτο παράθυρο. Στο στρώμα δυο γυμνά σώματα έτρεμαν, από κάτι που μας ήτανε άγνωστο. Οι φίλοι μου γέλασαν και προχώρησαν στο επόμενο σπίτι. Εγώ έμεινα να κοιτάζω με πείνα εκείνο το ανεξήγητο, λαμπερό κυμάτισμα των κορμιών, όταν κατάλαβα πως δεν έλαμπαν από τον ιδρώτα αλλά από τις φλόγες. Μέσα σε μια μισοσκότεινη κάμαρα, μέσα στο αδηφάγο καλοκαίρι, δυο σώματα καίγονταν.
     Έτρεξα στην πλατεία, οι άντρες ήταν εκεί, τους είπα λαχανιασμένα ότι στο σπίτι του ξυλουργού δυο σώματα είχαν αρπάξει φωτιά, με κοίταξαν για λίγο, γέλασαν, γύρισαν αλλού. Κάθισα δίπλα στη βρύση και περίμενα.
    Πριν από τη μυρωδιά και τη στάχτη ήρθε η ζέστη. Για μια στιγμή νόμισα πως θα αρπάξουμε κι εμείς φωτιά. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το νερό καθώς οι χωριανοί μου έτρεχαν προς το σπίτι που καιγόταν.


Αυτό είναι το καμένο μέρος όπου σου είπαν να μην πλησιάσεις και για το οποίο δεν μας αρέσει να μιλάμε. Κάποτε ήταν σπίτι. Κάποτε είχε ζωή και τώρα είναι μόνο στάχτη, γεμίζει τα μάτια σου σαν να θέλει να τα ξεράνει για να μην ξαναδείς πια. 
     Κατά καιρούς όλο και κάποιος λέει πως θα το καθαρίσει και θα το χτίσει, αλλά ποτέ κανείς δεν έκανε κάτι τέτοιο κι ούτε νομίζω ότι πρόκειται να το κάνει. Τα γύρω χωριά λεν ότι αυτό συμβαίνει γιατί στην πραγματικότητα φοβόμαστε. Αλλά εμείς ξέρουμε -δεν το λέμε αλλά το ξέρουμε- πως κατά βάθος θέλουμε να μείνει έτσι, για να μην ξεχαστεί ποτέ εκείνο που δεν πρέπει να ξεχαστεί.

Άδειασε το ποτήρι μου. Γέμισέ το.»