Point de Vue

Το ξημέρωμα ήταν γκρίζο και μουντό, όπως οφείλει να είναι κάθε ξημέρωμα σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό, σε όλα τα μήκη και πλάτη του γνωστού κόσμου. Ακουμπισμένος σε ένα στύλο διάβαζα γρήγορα και λαίμαργα το μικρό μου βιβλίο, αδιαφορώντας για τη βαβούρα και το σούσουρο ολόγυρα. 
     Ήταν ένα μικρό, μονόχρωμο βιβλιαράκι αλλά το είχα αγαπήσει ήδη παράφορα γιατί ήταν από εκείνα τα παράξενα βιβλία που κουβαλούν μαζί τους μια μακάβρια ομορφιά, μια υποψία πως κάτι ανείπωτα όμορφο και επικίνδυνο βρίσκεται αδικαιολόγητα κοντά μας.
     Γι' αυτό άργησα να αντιληφθώ τη φασαρία.

Όταν σήκωσα το κεφάλι μου το πλήθος είχε ήδη αρχίσει να συστρέφεται μανιασμένο, φωνάζοντας ακατάληπτα και αναζητώντας απεγνωσμένα έξοδο από το σταθμό, ποδοπατώντας όσους δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν, απειλώντας όσους θεωρούσαν πιο τυχερούς από αυτούς. 
     Σηκώνοντας κι άλλο το βλέμμα μου είδα πως ένα κορίτσι με μια μικροσκοπική, γκρίζα βαλίτσα στεκόταν ήρεμο δίπλα μου, περιμένοντας να την προσέξω. 

Οι ράγες, μου είπε, είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους παρέμενε μια ασθενική βλάστηση και ασπριδερά χαλίκια. Είχαν εξαφανιστεί σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Και το χειρότερο, είπε, ήταν ότι το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τις εξόδους του σταθμού.

Μέρες μετά καθόμασταν στο ίδιο σημείο. Το πλήθος άλλοτε ησύχαζε κι άλλοτε παραφρονούσε, ενώ εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου και με άκουγε να της διαβάζω μία-μία τις λέξεις του βιβλίου μου, αφήνοντάς τες να στάζουν αργά, για να μην τελειώσουν γρήγορα.
     Ένα πρωινό τη βρήκα δίπλα μου να με περιμένει με ένα δοχείο νερό στο χέρι.
     "Έλα να ποτίσουμε τις ράγες", μου είπε.

Από τότε ποτίζαμε το σημείο που κάποτε ήταν οι ράγες, μασούσαμε μια-μια τις λέξεις του βιβλίου μου, ακουμπούσαμε ο ένας στον ώμο του άλλου και περιμέναμε.

Ένα πρωί με φώναξε εκείνη από την άκρη της αποβάθρας. Πλησίασα για να ανακαλύψω πως στη θέση των σιδηροδρομικών γραμμών υπήρχαν τώρα καταπράσινα, αστραφτερά κλαδιά. Μόλις κατεβήκαμε και τα αγγίξαμε με τα χέρια μας βρεθήκαμε κάθετα, να κρεμόμαστε στο κενό. 

Τότε μόνο καταλάβαμε πως τόσο καιρό απλά ρίχναμε το βάρος στη λάθος πλευρά και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε.