Γυρισμένες πλάτες

Ήταν πολύ πρωί, τόσο πρωί που θα 'λεγες πως ήταν λίγο πριν γεννηθεί ο κόσμος.

Τριγύρω τα βουνά κρατούσαν το πρώτο χιόνι και τη δυσπρόσιτη, τη μοναδική υπόσχεση αιωνιότητας που τα μάτια θα μπορούσαν ποτέ να αντικρίσουν.

Έξω από τα διάφανα κρύσταλλα του κυκλικού περιπτέρου μπορούσαμε να δούμε στο εσωτερικό, τις φιγούρες τους. Κάθονταν ήρεμοι και γαλήνιοι, πίνοντας κόκκινο κρασί από μεγάλα ποτήρια και συνομιλώντας με λέξεις που ακόμη κι αν ακούγαμε ίσως να μην καταλαβαίναμε.
    Είχαμε κάνει πολύ δρόμο για να φτάσουμε εκεί, ψηλά στο κρυστάλλινο περίπτερο, στην ερημιά των θεών. Κουβαλούσαμε μαζί μας τις προσφορές, μέλι και κρέας, κάποιοι μάλιστα είχαν φορτωθεί στις πλάτες τους ολόκληρο το βιος τους και τώρα τ' ακουμπούσαν λαχανιασμένοι στο παγωμένο χώμα.

Όταν ο πρώτος χτύπησε το τζάμι δειλά δεν έγινε η παραμικρή κίνηση. Δεν σάλεψε κανένα κεφάλι μέσα στο περίπτερο, ούτε τόσο. Όταν οι επόμενοι χτύπησαν πιο δυνατά, τίποτα.
    Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να εκσφενδονιστούν προς το περίπτερο τα πρώτα βάζα με τα πρόσφορα, οι πρώτες πέτρες ή οι βαλίτσες που κάποιοι έσυραν μέχρις εκεί. Σε κάθε κρούση το ψυχρό υλικό υποδεχόταν τη μανία μας αδιάφορα και με απάθεια κι έμενε άθραυστο και αλώβητο, κλείνοντας πάντα μέσα του εκείνους που η μαγευτική τους ύπαρξη μας είχε κάνει να φτάσουμε τόσο μακριά κι οποίοι συνέχιζαν εκστατικοί να πίνουν κόκκινο κρασί από τα μεγάλα ποτήρια και να συνομιλούν με λέξεις που ακόμη κι αν ακούγαμε ίσως να μην καταλαβαίναμε.
 
Πέρασαν ώρες μέχρι να καταλαγιάσει η μανία μας και να αποφασίσουμε πως είναι ώρα να φύγουμε.
    Τότε ένα κορίτσι δίπλα μου έβγαλε κάτι μωβ τετράδια, άναψε μια φωτιά στη μέση του μονοπατιού κι άρχισε να καίει τα ποιήματά της μονολογώντας. Περιμέναμε όλοι σιωπηλοί, υπομονετικά, να σβήσει και η τελευταία φλογίτσα, να ξεψυχήσει και η τελευταία ψιθυριστή λέξη και κινήσαμε.

Ήταν πολύ πρωί, τόσο πρωί που θα 'λεγες πως ήταν λίγο πριν γεννηθεί ο κόσμος.

Το σπίτι με τους στεναγμούς


Κι αφού οι στεναγμοί ξεχάστηκαν απ' όλους έγιναν λέει περικοκλάδες κι αγκάλιασαν ένα πέτρινο σπίτι σε μια πράσινη πλαγιά, πιο κοντά στην απουσία παρά σ' οτιδήποτε άλλο. Εκεί ανθίζουν και μαραίνουν τ' άνθη τους καθώς ο κόσμος περιστρέφεται καταβροχθίζοντας αέναα τον χρόνο.

Λένε πως οι πέτρες λάμπουν απ' τους χυμούς και τη γύρη και πως η μυρωδιά τριγύρω είναι η μόνη που μπορεί να σκάψει βαθιά μέσα σου, μέχρι τα τελευταία απομεινάρια κείνου που ξέχασες πια τ' όνομά του μα κάποτε το 'λεγες μέλι, κορμί, πόθο κι έρωτα δηλητηριώδη.
Λένε ακόμα πως μοναχά οι τρελοί, οι ποιητές, οι περιπλανώμενοι σαλτιμπάγκοι και οι ωρολογοποιοί πιστεύουν στ' αλήθεια πως υπάρχει. 
Πως κάποιοι απ' αυτούς ψάχνουν μέχρι που λιώνουν τα ρούχα πάνω στο κορμί τους και μένουν πιο ορφανοί και θλιμμένοι από πριν.
Πως πάντα υπάρχει κάποιος που ορκίζεται να το ανακαλύψει.

Μα είναι το σπίτι με τους στεναγμούς κι είναι επικίνδυνο.
Αν πλησιάσεις λεν, πεθαίνεις. 
Από μυρωδιά. 
Από φως. 
Από έρωτα.
Από ομορφιά.

Μα είναι το σπίτι με τους στεναγμούς. 
Απρόσιτο, θανατηφόρο κι ετοιμοθάνατο.
Όπως τα λουδούδια του κι οι λέξεις.





Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει

Έπειτα οι Γνώστες, οι Θεματοφύλακες και οι Κλειδοκράτορες του Τσίρκο γέλασαν ηχηρά και σταμάτησαν για λίγο για να κοιτάξουν τους άλλους που τους ονόμαζαν "ο κόσμος" και που ήταν περισσότεροι από αυτούς. Ένας, ο πιο φτενός και σβέλτος, σκαρφάλωσε επιδέξια και, με μια χορευτική κίνηση, μισάνοιξε το στενό πορτάκι στο πάνω μέρος της πόρτας.
"Τι γυρεύετε, άνθρωποι;" ψέλλισε συριστικά.

Έστεκαν όλοι, οι ακροβάτες,  οι ταχυδακτυλουργοί, τα τέρατα και οι τεχνίτες μέσα στη χιονοθύελλα, ακίνητοι, κοιτάζοντας άπληστα πίσω απ' τη τζαμαρία τις φλόγες στο τζάκι που έτρωγαν τον αέρα και τον εαυτό τους για να ζεστάνουν την Κεντρική Σκηνή.
Κάποιες μορφές ξεχώριζαν και πλησίασαν την πόρτα, κοιτάζοντας ψηλά, προς το άνοιγμα.
"Ήρθε η ώρα να φύγετε." είπαν.
"Ναι, πρόκειται για ανταρσία." είπαν.
"Ο κόσμος δεν σας θέλει" 

Έγινε για λίγο σιωπή. Μετά ο ήχος από άλλα πορτάκια να ανοίγουν, μετά κι άλλα πρόσωπα να εμφανίζονται. Οι αχνιστές ανάσες τους καθώς έβγαιναν απ' τα ανοίγματα της τζαμαρίας θύμιζαν πλοίο έτοιμο να αναχωρήσει για μακρινές θάλασσες.
"Και ποιος θα φροντίζει τη φωτιά;" ρώτησαν.
"Ή μήπως νομίζετε ότι χωράτε όλοι στην Κεντρική Σκηνή;" ρώτησαν
"Τι νομίζετε τέλος πάντων ότι εσείς μπορείτε να κάνετε διαφορετικό;"

"Δεν καταλάβατε" είπαν οι μορφές από τη χιονοθύελλα.
"Είμαστε απλά οι επόμενοι"
"Τώρα ο κόσμος θέλει εμάς"

Έπειτα τα πρόσωπα από τα ανοίγματα χάθηκαν και κανείς δεν τα ξανάδε ποτέ. Έπειτα η πόρτα της Κεντρικής Σκηνής άνοιξε μ' ένα απαλό τρίξιμο, μόλις μια ιδέα, ίσα για να τρυπώσουν οι μορφές μέσα.

Έπειτα η πόρτα έκλεισε κι οι Γνώστες, οι Θεματοφύλακες και οι Κλειδοκράτορες του Τσίρκο γέλασαν ηχηρά και σταμάτησαν για λίγο για να κοιτάξουν τους άλλους που τους ονόμαζαν "ο κόσμος" και που ήταν περισσότεροι από αυτούς.