Το χιόνι των κύκνων

"Στάθηκα στο ξύλινο κατώφλι κοιτώντας προς τη λίμνη, που θα έπρεπε ήδη να λαμποκοπά στο πρωινό καλοκαιρινό φως.
Χιόνιζε αργά, λες και κάποιος είχε αποφασίσει πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να απορροφηθεί η ασφυκτική ένταση του σκοταδιού που λάξευε νέα περιγράμματα στα γνώριμα πράγματα.
Έμεινα για λίγο εκεί, σαστίζοντας και αναριγώντας στο θέαμα του πηχτού σκότους.
Φύσηξε ένα αλλόκοτο αεράκι φορτωμένο μυρωδιά ζώου και γλυκερής ζέστης.

Κοίταξα ψηλά μόνο για να καταλάβω πως στην πραγματικότητα δεν χιόνιζε.
Ήταν οι κύκνοι.

Οι πελώριοι κύκνοι πετάριζαν μανιασμένοι γύρω απ' τα δέντρα σηκώνοντας αέρα και δημιουργώντας στροβιλισμούς λευκών πούπουλων τα οποία στη συνέχεια έπεφταν με λικνισμούς, μοιραία τραβηγμένα απ' την πελώρια δύναμη που οι κάτοχοί τους μπορούσαν να αψηφούν.
Θα περνούσαν χρόνια μέχρι να μάθουμε πως το πετάρισμα εκείνο δεν ήταν μονάχα αποχαιρετισμός. Ήτανε κάλεσμα.

Από τότε πέρασαν χρόνια.
Το φως γύρισε. 
Οι κύκνοι ποτέ."

Νικώντας τον χαμένο χρόνο

Ο πόθος ερχόταν με το δροσερό νερό που ίδρωνε τα κρύσταλλα των ποτηριών, μούσκευε τα δάχτυλά μας κι αγκάλιαζε τις λάμες των μαχαιριών στο τραπέζι.

Τα δάχτυλα μας πάσχιζαν να εκτελέσουν απαρέγκλιτα τις προκαθορισμένες κινήσεις, αποφεύγοντας ν' αγγίξουν μάγουλα και τρέμοντας στο βάρος της μυρωμένης μνήμης που πετροβολούσε Καλοκαίρι.

Καθώς ο χρόνος άπλωνε ράθυμα τ' αραβουργήματά του στα φλογισμένα μάγουλά μας, κοιταχτήκαμε σιωπηλοί.

Σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Ήτανε Μάης.
Κάπου μακριά ένα φτερό γλάρου έπεσε αναριγώντας νωχελικά την επιφάνεια του νερού.

Σηκώσαμε τα μπατζάκια, τα φουστάνια μας και κοιτάξαμε τα κατάλευκα, άσπιλα πια πόδια μας. 
Ήταν Απρίλης.
Ξεκινήσαμε.

Λίγο πριν το γόνατο μας ματώσει και πάλι τρυφερά, λίγο πριν οι ανάσες μας κοπούν ξανά μέχρι λιγοθυμίας από έρωτα, είχαμε φτάσει στον προηγούμενο Αύγουστο.


Από τότε ερωτευόμασταν και ματώναμε στις πέτρες συνέχεια καθώς ο νικημένος χρόνος επέστρεφε ολοένα προς το φως.