...έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη.

Άγγιζα τις πυρωμένες πέτρες πιέζοντας την παλάμη μου με δύναμη. Ήθελα να νιώσω όλη τους τη θέρμη, όλο τους το θυμωμένο παράπονο που θύμιζε γη, μητέρα και ξόδεμα.

Στην πέτρινη καλύβα, στο κέντρο της πλατείας, οι άντρες έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Οι άγριες φωνές και οι ζητωκραυγές τους σκόρπιζαν ολόγυρα στην κοιλάδα και πολλαπλασιάζονταν βελούδινα και παθητικά στις κατωφέρειες και τις πλαγιές της. 
     Μύριζε λεβάντα ή τριαντάφυλλο, ανάλογα με τον καπνό που έβγαινε από την καμινάδα, μαβής ή κόκκινος, ανάλογα κι αυτός με το αποτέλεσμα της κάθε μάχης.
     Κανείς έξω από την καλύβα δεν ήξερε τη σημασία των χρωμάτων, κανείς δεν έπρεπε να την μάθει. 

Μαβί για το χωμάτινο, τον έρωτα του χαμού και την αγάπη της λησμονημένης, έλεγαν. 

Κόκκινο, έλεγαν, για την αγάπη την παλιά, την αγάπη του τόξου και της σκιάς, που χαράζει σύνορα και τα χαράζει βαθιά, σε σάρκα από αίμα.

Πίεζα με δύναμη την παλάμη μου στις πυρωμένες πέτρες και περίμενα τη σειρά μου. Όλες εδώ περιμέναμε τη σειρά μας καθώς οι άντρες στην καλύβα έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Κάποιες αδημονούσαν τόσο που έτρεμαν, αλλά εγώ όχι. Εγώ ήξερα.

 Ήξερα πως οι άντρες δεν έπαιζαν κανένα στοίχημα, μονάχα έκλαιγαν, έκλαιγαν όσο προλάβαιναν γιατί αφού φώναζαν κάποια από εμάς δεν θα μπορούσαν να κλάψουν ποτέ, ποτέ ξανά. Ήξερα πως η αγάπη στην πραγματικότητα δεν έχει χρώμα, έχει μόνο θυμό, ότι σε τρώει μέχρι βαθιά, μέχρι τα σκοτάδια κι έτσι σιγά-σιγά καθαγιάζει τους τρόμους.
     Ήξερα και το τέλος.

Καπνός μαβής. Το όνομά μου. "Προχώρα".

ΔΟΞΑΡΙ

Σκληρό το βιολί μού τσάκιζε τη ραχοκοκαλιά. 
Γύρω μου οι τοίχοι έλιωναν από τ' ανείπωτο, από τον ήχο με όλα τα αγκάθια του αλλά και τη στιλπνότητά του. Κοίταξα τριγύρω, τους υπόλοιπους, σκυμμένους στα ποτά τους, με τα κεφάλια παρατημένα στα χέρια τους ή με τα χέρια παρατημένα στα πόδια τους, να παρακολουθούν εκστατικοί και συνεπαρμένοι, τόσο που θα έλεγες πως ξεπερνούσαν τα όρια και ξαναγίνονταν πάλι αδιάφοροι κι απαθείς.

Δοξαριά. Κέντημα. Γδάρσιμο

Τριγύρω άρχισαν να ακούγονται σιγανά και πνιχτά βογκητά. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να βρω κάπου να καθίσω, μια μικρή γωνία να χωρέσω και δεν υπήρχε. Ήθελα να μείνω εκεί, να ζήσω το κάθε τέντωμα και λίκνισμα του ήχου, ν' αφήσω το δοξάρι να με νικήσει, να με κόψει.

Παύση. Δοξάρι. Κάψιμο.

Έπαιζε το βιολί σαν να ήταν τα χέρια του. Σαν να ήταν τα χέρια του και κυρίως σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί. Έπαιζε σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί κι αυτό τον έκανε παράλογα, εξωφρενικά όμορφο.
Δίπλα μου ακούστηκαν πάλι βογκητά κι από πιο κάτω μού έκαναν νόημα ότι υπήρχε χώρος να καθίσω.

Δοξαριά. Ανάσα. Βογκητό.

Κάθισα, ακούμπησα τα χέρια μου στα πόδια μου και τον κοίταξα.
Το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω εκεί, να αφήσω το δοξάρι να με τσακίσει.
Κοίταξα τα χέρια μου, που είχαν αρχίσει να ματώνουν τρυφερά.

Παύση. Δοξάρι. Δοξάρι. Δοξάρι.