Ψίθυροι του κυρίου Κ.

Είχε λίγο περισσότερο καπνό απ' όσο έπρεπε.
Μύριζε λίγο περισσότερο αλκοόλ απ' όσο έπρεπε.
Το λιγοστό φως μαλάκωνε πάνω στις επιφάνειες καθώς οι απεγνωσμένες νότες του σαξόφωνου έσκαγαν ανυπεράσπιστες πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Απ' το ταβάνι έσταζαν αργά φαντάσματα.
Σιωπηλοί, με το κεφάλι μας γερμένο προς το τραπέζι, δεν τα βλέπαμε. Μονάχα το παιδί σηκωνόταν που και που, βουτούσε τα χέρια του στη λιμνούλα που σχημάτιζαν στο πάτωμα, έπινε λίγο κι επέστρεφε στη γωνιά του.

Η αυλαία τραβήχτηκε και φάνηκε η γυναίκα φίδι. Η γυναίκα αράχνη. Η γυναίκα ύαινα. Τραγούδησε με φωνή που εξάτμισε το αλκοόλ απ' τα ποτήρια μας και ξεχείλωσε τις νάυλον κάλτσες των γυναικών, μέχρι που έπεσαν κάτω απ' τα γόνατά τους. Έπειτα κατέβηκε απ' το πάλκο λικνίζοντας με ηδυπάθεια το ισχνό της σώμα.
Το παιδί που έπινε φαντάσματα ήρθε και στάθηκε δίπλα της, αφήνοντας έναν πνιχτό, τυφλό βρυχηθμό. Προχώρησε ανάμεσά μας καθώς η γυναίκα επέστρεφε στο πάλκο. Μύρισε αίμα.

Νομίζω πως έσκυψε στη γυναίκα δίπλα μου. Νομίζω πως έσκυψε στον άντρα μπροστά μου. Νομίζω πως έσκυψε στο αυτί μου. Έσκυψε στον σαξοφωνίστα. Έσκυψε στο σκυλί. Έσκυψε στα φαντάσματα.

Αλλά μπορεί και να μην έκανε τίποτε από όλα αυτά. 
Είχαμε τα κεφάλια μας γερμένα στα τραπέζια και δεν βλέπαμε. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε, να τα στηρίξουμε στους αδύναμους λαιμούς μας. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που για μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά τα χέρια, τα τραπέζια, τα ποτήρια μας. Η υποψία ενός παιδιού.
Κι ένας απροσδιόριστος ψίθυρος στ' αυτιά μας, μια φράση ανοίκεια και γνώριμη και καυτερή σαν άστρο που πυρακτώνεται θριαμβικά για να πεθάνει:
"Gerade ich muss länger leben als die Gewalt"*



* Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία

Οι καρέκλες στον κάμπο

Όλος ο κάμπος αντηχούσε τον τραχύ ήχο του ξύλου που γδέρνεται.

 Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής και οι λατρευτικές εικόνες είχαν αγγιχθεί, είχαν φιληθεί κι είχαν κρεμαστεί στις πασχαλιές μια ολόκληρη νύχτα για τα πουλιά και τα έντομα. Γονατισμένα σε μεγάλες λινάτσες που είχαν στρώσει στο χώμα, τα παιδιά έξυναν ευλαβικά τις σαραβαλιασμένες επιφάνειές τους. Μόλις τελείωναν με την καθεμία σηκώνονταν και την πετούσανε στην μεγάλη φωτιά. Έπειτα μάζευαν προσεκτικά τα κουρελιασμένα χρώματα, τα φιλούσαν και τα έριχναν στο καζάνι όπου έλιωναν για να μπουν στις καινούριες εικόνες.
Οι εικόνες άλλαζαν, κάθε φορά. Τα ιερά χρώματα ποτέ.
Απόλυτα αφοσιωμένα, τα παιδιά μάζευαν και το παραμικρό απομεινάρι.
Τα χρώματα δεν έπρεπε να αγγίξουν χώμα.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Οι καρέκλες είχαν στηθεί πάνω στο χορτάρι. Καθίσαμε.
Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Τον κοίταξα.
Το ξύλο της τριανταφυλλιάς που καιγόταν κεντούσε στον αέρα  έρωτα ανοιξιάτικο, δριμύ, θανατερό.
Τον κοίταζα προσπαθώντας να ελέγξω την ανάσα μου, να διώξω την εικόνα του απ' το μυαλό μου και να αποσύρω τη σκέψη μου σε μια σκοτεινή γωνιά, μέχρι να περάσουν οι ώρες.
Έτσι γινόταν πάντα. Τα παιδιά ξαναζωντάνευαν τα χρώματα κι εμείς καθόμασταν αντίκρυ, ώσπου να νυχτώσει. Τότε μονάχα μπορούσαμε να σαλέψουμε.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Τον κοιτούσα πάντα. Καθόταν ασάλευτος. Ο χρόνος σκάλωσε, κύλησε στα μαλλιά και κόλλησε στα δάκτυλά μου. Τα έσφιξα, προσπαθώντας να κατευνάσω τον πόθο. Δίπλα μου ακούστηκε ο πρώτος αναστεναγμός.

Τα παιδιά έξυναν τα ιερά χρώματα, η φωτιά κατάκαιγε την χρησιμοποιημένη λατρεία κι η άνοιξη καταύγαζε με φως που έκανε τη σάρκα να λάμπει κι από μέσα.
Σχεδόν ξέπνοοι απ' τη λαχτάρα, κοιταζόμασταν.

Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής κι ο έρωτας πορφύριζε νικηφόρα, σαν φρέσκο τραύμα.



Ο κόσμος χαλούσε από μέσα

Κρατούσε έναν ασημένιο δίσκο με φύλλα ελιάς τα οποία μοίραζε χαμογελώντας στους παρευρισκόμενους. Εκείνοι έχωναν τα δάκτυλά τους στο σωρό, άρπαζαν μερικά και τα καταβρόχθιζαν μασώντας τα ελάχιστα. Έπειτα έφτυναν, στο χώμα.
Έφτασε μπροστά μου. Με κοίταξε, με το βαθύ εκείνο βλέμμα που μ’ έγδερνε ως κάτω από τα ρούχα, στο λευκό μου δέρμα. Τον αντικοίταξα, ακίνητη. Προσπέρασε.
Ήξερε, όπως κι εγώ, ότι ούτε αυτή τη φορά θα άπλωνα το χέρι.

Οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν τις θέσεις τους ανάμεσα στους ροζιασμένους κορμούς των δέντρων έτσι ώστε να σχηματίζουν έναν ελλειψοειδή σχηματισμό γύρω από το μέρος που σε λίγη ώρα θα απλώναμε τον μεγάλο χάρτη του Κόσμου. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι, άοσμο κι αποστερημένο από οποιαδήποτε δόνηση συναισθήματος.
Κανονικά, οι ελιές θα έπρεπε να είχαν ήδη πετάξει τα καλυκόσχημα ανθάκια τους, λευκά σαν το χιόνι και τη μνήμη κάθε νιογέννητης άνοιξης. Κανονικά, ο αέρας θα έπρεπε να ρέει μυρωμένος. Μόνο που για ακόμη μία φορά, δεν υπήρχε τίποτα.
Οι ελιές πέθαιναν. 
Δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσες φορές είχα ζήσει σχεδόν το ίδιο πράγμα, με ελάχιστες παραλλαγές, από τότε που ήμουνα παιδί. Ξεκινούσαμε πάντα από έναν ετοιμοθάνατο ελαιώνα, μασώντας τα τελευταία πράσινα φύλλα. Καιρό μετά, καταλήγαμε στην ίδια κατάσταση.
Στάθηκαν στο κέντρο κι άπλωσαν τον χάρτη. Με δάκτυλα και κομμάτια ξύλων μας εξήγησαν την πορεία που θα παίρναμε, αναζητώντας καλύτερη τύχη για άλλη μια φορά καθώς ο θάνατος και το κακό μας κυνηγούσαν, καθώς ο κόσμος είχε πάρει να χαλάει από μέσα κι εμείς έπρεπε να αλλάζουμε διαρκώς μέρη κυνηγώντας τα τελευταία σκιρτήματα ζωής των πάντων.
Κοίταξα εκείνον κι ύστερα τους κοίταξα όλους μια γύρα, τόσο αφοσιωμένους, τόσο δοσμένους στην αποστολή και στον αγώνα τους, που η αύρα τους θαρρείς άστραφτε και λαμποκοπούσε από το κουράγιο και τη δικαιοσύνη. Έκανα να μιλήσω, μα σταμάτησα.
 
Μόνο τους κοίταξα ασάλευτη, μην τολμώντας να σπάσω την ιερατική σιωπή, για άλλη μια φορά ανίκανη να τους πω πως σε εκείνον τον ετοιμοθάνατο ελαιώνα δεν στεκόμασταν πρώτη φορά, πως γυρίζαμε ολοένα στο ίδιο μέρος, πως ο χάρτης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια πλάνη και πως δεν πέθαιναν τα δέντρα μα τα σκοτώναμε εμείς ξανά και ξανά, κάθε τόσο. Πως ο κόσμος δεν χαλούσε από μέσα, μα από εμάς τους ίδιους και πως ακόμη κι οι έρωτές μας ήταν απάτες, γιατί αν δεν μπορείς να ερωτευτείς τα δέντρα δεν μπορείς να ερωτευτείς κανέναν, ποτέ.
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρούσα την ανάσα του να ανεβοκατεβάζει το στήθος του. Ένιωσα να αδειάζω ολόκληρη.
«Μπορεί να ‘μαι κι εγώ δέντρο», είπα.
 Δεν με άκουσε, με κοίταξε απορημένος.
Ολόγυρα οι ελιές πέθαιναν σκοτώνοντας χρώματα, οσμές και μνήμη.

Το Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή

Στην πλατεία του χωριού το πλήθος ολοένα και πύκνωνε. Ήρθαμε και σταθήκαμε στο κέντρο της με την ανυπομονησία να γρονθοκοπά τις ανάσες μας και να μουσκεύει το κρυφό εσωτερικό των σφιγμένων δακτύλων μας.  Ήμασταν καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια, με τις επίσημες στακτοπράσινες στολές μας, ήταν η Μεγάλη Γιορτή Της Άνοιξης κι ήταν η χρονιά μας. Η χρονιά και η άνοιξη της ενηλικίωσής μας, που θα μπορούσαμε επιτέλους να βγούμε έξω από τα όρια της πόλης για να πάρουμε μέρος στο Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή.
Στην εξέδρα, κάποιος σάλεψε και πήρε τη θέση του.

Πρώτα συναντήσαμε το λιβάδι.
Τρέξαμε βίαια στα πράσινα ακόμη στάχυα παραμερίζοντάς τα με τα χέρια μας, πέφτοντας συχνά στο χώμα, γδέρνοντας τα πόδια μας και φωνάζοντας δυνατά τον Ποιητή. Το ασυλλόγιστο ποδοπάτημά μας σήκωσε στην ατμόσφαιρα μια φρέσκια μυρωδιά πρασινάδας που τρύπωσε και γαργάλησε άγρια τα οσφρητικά νεύρα μας. Σταθήκαμε, κοιταχτήκαμε και ξεσπάσαμε σε ξέφρενα γέλια, σαν μικρά παιδιά. Τότε ακούστηκε το ρυάκι.
Τρέξαμε προς την πηγή του κελαρυστού ήχου για να ανακαλύψουμε ένα μικρό άλσος να φύεται ολόγυρά του, γεμάτο κέδρους και πεύκα. Κοντά στους κορμούς φύτρωναν μικρά σκουρόχρωμα μανιτάρια, ενώ στις όχθες του αμέτρητα χρώματα ξεπηδούσαν από τα εύθραυστα πέταλα λιγνόμισχων αγριολούλουδων. Ξεχυθήκαμε στις κατάφυτες όχθες του. Μετακινήσαμε μεγάλα βράχια, σκαρφαλώσαμε σε δέντρα και τρέξαμε μέχρι που μείναμε ξέπνοοι. Όταν σταματήσαμε τα δάχτυλά μας ήταν βαμμένα απ’ τη γύρη,  τα γόνατά μας από χώμα και πράσινο, ενώ στα μαλλιά μας μπλέκονταν φύλλα, κλαδιά και ανθάκια. Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Ξέραμε πια πως δεν υπήρχε λόγος να μείνουμε άλλο εκεί.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Έπειτα φτάσαμε στη θάλασσα.
Βουτήξαμε τα χέρια μας στην άμμο και σκάψαμε, πηδήξαμε πάνω από αρμυρίκια και βράχια, χωθήκαμε στις σπηλιές και φωνάξαμε τον Ποιητή στα θαλασσοπούλια και τα περαστικά βαρκάκια.
Βουτήξαμε νιώθοντας το νερό να υποχωρεί παραχωρητικά στην ορμή του κορμιού μας, παραμερίσαμε συστάδες φυκιών και ανεβοκατεβήκαμε μικρούς γκρεμούς, θαυμάζοντας τα χρώματα και στις στιλπνές φιγούρες των ξαφνιασμένων υδρόβιων κοπαδιών. Ανεβήκαμε πάλι στην επιφάνεια και ξαπλωθήκαμε κατάκοποι στον φλοίσβο, εκεί που η ελαφριά κίνηση του νερού έκανε την άμμο ν’ ανασαίνει. Κοιταχτήκαμε και πάλι, ανάμεσα απ’ την αρμύρα του προσώπου και των μαλλιών μας. Αυτή τη φορά μας πήρε λιγότερο χρόνο να το καταλάβουμε.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Όταν φτάσαμε στο επόμενο κόντευε σούρουπο.
Δεν μας ήταν εύκολο να διακρίνουμε διαστάσεις και περιγράμματα, μα νιώσαμε  τη γλυκερή και οξεία μυρωδιά που πότιζε τον αέρα και θύμιζε μέταλλο κι αίμα. Ο όγκος ενός κτιρίου σταμάτησε το βλέμμα μας. Κάποιοι γλιστρήσαμε μέσα αθόρυβα και φοβισμένα, άλλοι πιο θαρραλέα, όμως κανένας μας δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να διαβάσει την ταμπέλα που κρεμόταν ξεχαρβαλωμένη στην είσοδό του.
Βρισκόμασταν στο σφαγείο της πόλης.
Περιπλανηθήκαμε λίγη ώρα ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους. Η μυρωδιά που όλο και δυνάμωνε έδενε τα στομάχια μας κόμπο και μας ζάλιζε. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να φωνάξει.Δεν ξέρω ποιος το είδε πρώτος, μα μια σκιά σάλεψε κάπου στο βάθος. Πλησιάσαμε με προφύλαξη και δισταγμό καθώς ο αέρας γινόταν αποπνικτικότερος, φορτωμένος αγνό, απόλυτο κι αιματηρό τρόμο.
Νομίζω πως στα χέρια του κρατούσε ένα κουφάρι από ένα απροσδιόριστο ζώο. Νομίζω πως έκλαιγε. Κάποιοι άλλοι λένε πως τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Άλλοι πως έκλαιγε πάντα, αλλά δεν έχυνε δάκρυα.

Ο Ποιητής, σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε.