Ψίθυροι του κυρίου Κ.

Είχε λίγο περισσότερο καπνό απ' όσο έπρεπε.
Μύριζε λίγο περισσότερο αλκοόλ απ' όσο έπρεπε.
Το λιγοστό φως μαλάκωνε πάνω στις επιφάνειες καθώς οι απεγνωσμένες νότες του σαξόφωνου έσκαγαν ανυπεράσπιστες πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Απ' το ταβάνι έσταζαν αργά φαντάσματα.
Σιωπηλοί, με το κεφάλι μας γερμένο προς το τραπέζι, δεν τα βλέπαμε. Μονάχα το παιδί σηκωνόταν που και που, βουτούσε τα χέρια του στη λιμνούλα που σχημάτιζαν στο πάτωμα, έπινε λίγο κι επέστρεφε στη γωνιά του.

Η αυλαία τραβήχτηκε και φάνηκε η γυναίκα φίδι. Η γυναίκα αράχνη. Η γυναίκα ύαινα. Τραγούδησε με φωνή που εξάτμισε το αλκοόλ απ' τα ποτήρια μας και ξεχείλωσε τις νάυλον κάλτσες των γυναικών, μέχρι που έπεσαν κάτω απ' τα γόνατά τους. Έπειτα κατέβηκε απ' το πάλκο λικνίζοντας με ηδυπάθεια το ισχνό της σώμα.
Το παιδί που έπινε φαντάσματα ήρθε και στάθηκε δίπλα της, αφήνοντας έναν πνιχτό, τυφλό βρυχηθμό. Προχώρησε ανάμεσά μας καθώς η γυναίκα επέστρεφε στο πάλκο. Μύρισε αίμα.

Νομίζω πως έσκυψε στη γυναίκα δίπλα μου. Νομίζω πως έσκυψε στον άντρα μπροστά μου. Νομίζω πως έσκυψε στο αυτί μου. Έσκυψε στον σαξοφωνίστα. Έσκυψε στο σκυλί. Έσκυψε στα φαντάσματα.

Αλλά μπορεί και να μην έκανε τίποτε από όλα αυτά. 
Είχαμε τα κεφάλια μας γερμένα στα τραπέζια και δεν βλέπαμε. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε, να τα στηρίξουμε στους αδύναμους λαιμούς μας. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που για μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά τα χέρια, τα τραπέζια, τα ποτήρια μας. Η υποψία ενός παιδιού.
Κι ένας απροσδιόριστος ψίθυρος στ' αυτιά μας, μια φράση ανοίκεια και γνώριμη και καυτερή σαν άστρο που πυρακτώνεται θριαμβικά για να πεθάνει:
"Gerade ich muss länger leben als die Gewalt"*



* Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου