Ο κόσμος χαλούσε από μέσα

Κρατούσε έναν ασημένιο δίσκο με φύλλα ελιάς τα οποία μοίραζε χαμογελώντας στους παρευρισκόμενους. Εκείνοι έχωναν τα δάκτυλά τους στο σωρό, άρπαζαν μερικά και τα καταβρόχθιζαν μασώντας τα ελάχιστα. Έπειτα έφτυναν, στο χώμα.
Έφτασε μπροστά μου. Με κοίταξε, με το βαθύ εκείνο βλέμμα που μ’ έγδερνε ως κάτω από τα ρούχα, στο λευκό μου δέρμα. Τον αντικοίταξα, ακίνητη. Προσπέρασε.
Ήξερε, όπως κι εγώ, ότι ούτε αυτή τη φορά θα άπλωνα το χέρι.

Οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν τις θέσεις τους ανάμεσα στους ροζιασμένους κορμούς των δέντρων έτσι ώστε να σχηματίζουν έναν ελλειψοειδή σχηματισμό γύρω από το μέρος που σε λίγη ώρα θα απλώναμε τον μεγάλο χάρτη του Κόσμου. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι, άοσμο κι αποστερημένο από οποιαδήποτε δόνηση συναισθήματος.
Κανονικά, οι ελιές θα έπρεπε να είχαν ήδη πετάξει τα καλυκόσχημα ανθάκια τους, λευκά σαν το χιόνι και τη μνήμη κάθε νιογέννητης άνοιξης. Κανονικά, ο αέρας θα έπρεπε να ρέει μυρωμένος. Μόνο που για ακόμη μία φορά, δεν υπήρχε τίποτα.
Οι ελιές πέθαιναν. 
Δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσες φορές είχα ζήσει σχεδόν το ίδιο πράγμα, με ελάχιστες παραλλαγές, από τότε που ήμουνα παιδί. Ξεκινούσαμε πάντα από έναν ετοιμοθάνατο ελαιώνα, μασώντας τα τελευταία πράσινα φύλλα. Καιρό μετά, καταλήγαμε στην ίδια κατάσταση.
Στάθηκαν στο κέντρο κι άπλωσαν τον χάρτη. Με δάκτυλα και κομμάτια ξύλων μας εξήγησαν την πορεία που θα παίρναμε, αναζητώντας καλύτερη τύχη για άλλη μια φορά καθώς ο θάνατος και το κακό μας κυνηγούσαν, καθώς ο κόσμος είχε πάρει να χαλάει από μέσα κι εμείς έπρεπε να αλλάζουμε διαρκώς μέρη κυνηγώντας τα τελευταία σκιρτήματα ζωής των πάντων.
Κοίταξα εκείνον κι ύστερα τους κοίταξα όλους μια γύρα, τόσο αφοσιωμένους, τόσο δοσμένους στην αποστολή και στον αγώνα τους, που η αύρα τους θαρρείς άστραφτε και λαμποκοπούσε από το κουράγιο και τη δικαιοσύνη. Έκανα να μιλήσω, μα σταμάτησα.
 
Μόνο τους κοίταξα ασάλευτη, μην τολμώντας να σπάσω την ιερατική σιωπή, για άλλη μια φορά ανίκανη να τους πω πως σε εκείνον τον ετοιμοθάνατο ελαιώνα δεν στεκόμασταν πρώτη φορά, πως γυρίζαμε ολοένα στο ίδιο μέρος, πως ο χάρτης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια πλάνη και πως δεν πέθαιναν τα δέντρα μα τα σκοτώναμε εμείς ξανά και ξανά, κάθε τόσο. Πως ο κόσμος δεν χαλούσε από μέσα, μα από εμάς τους ίδιους και πως ακόμη κι οι έρωτές μας ήταν απάτες, γιατί αν δεν μπορείς να ερωτευτείς τα δέντρα δεν μπορείς να ερωτευτείς κανέναν, ποτέ.
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρούσα την ανάσα του να ανεβοκατεβάζει το στήθος του. Ένιωσα να αδειάζω ολόκληρη.
«Μπορεί να ‘μαι κι εγώ δέντρο», είπα.
 Δεν με άκουσε, με κοίταξε απορημένος.
Ολόγυρα οι ελιές πέθαιναν σκοτώνοντας χρώματα, οσμές και μνήμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου