Το Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή

Στην πλατεία του χωριού το πλήθος ολοένα και πύκνωνε. Ήρθαμε και σταθήκαμε στο κέντρο της με την ανυπομονησία να γρονθοκοπά τις ανάσες μας και να μουσκεύει το κρυφό εσωτερικό των σφιγμένων δακτύλων μας.  Ήμασταν καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια, με τις επίσημες στακτοπράσινες στολές μας, ήταν η Μεγάλη Γιορτή Της Άνοιξης κι ήταν η χρονιά μας. Η χρονιά και η άνοιξη της ενηλικίωσής μας, που θα μπορούσαμε επιτέλους να βγούμε έξω από τα όρια της πόλης για να πάρουμε μέρος στο Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή.
Στην εξέδρα, κάποιος σάλεψε και πήρε τη θέση του.

Πρώτα συναντήσαμε το λιβάδι.
Τρέξαμε βίαια στα πράσινα ακόμη στάχυα παραμερίζοντάς τα με τα χέρια μας, πέφτοντας συχνά στο χώμα, γδέρνοντας τα πόδια μας και φωνάζοντας δυνατά τον Ποιητή. Το ασυλλόγιστο ποδοπάτημά μας σήκωσε στην ατμόσφαιρα μια φρέσκια μυρωδιά πρασινάδας που τρύπωσε και γαργάλησε άγρια τα οσφρητικά νεύρα μας. Σταθήκαμε, κοιταχτήκαμε και ξεσπάσαμε σε ξέφρενα γέλια, σαν μικρά παιδιά. Τότε ακούστηκε το ρυάκι.
Τρέξαμε προς την πηγή του κελαρυστού ήχου για να ανακαλύψουμε ένα μικρό άλσος να φύεται ολόγυρά του, γεμάτο κέδρους και πεύκα. Κοντά στους κορμούς φύτρωναν μικρά σκουρόχρωμα μανιτάρια, ενώ στις όχθες του αμέτρητα χρώματα ξεπηδούσαν από τα εύθραυστα πέταλα λιγνόμισχων αγριολούλουδων. Ξεχυθήκαμε στις κατάφυτες όχθες του. Μετακινήσαμε μεγάλα βράχια, σκαρφαλώσαμε σε δέντρα και τρέξαμε μέχρι που μείναμε ξέπνοοι. Όταν σταματήσαμε τα δάχτυλά μας ήταν βαμμένα απ’ τη γύρη,  τα γόνατά μας από χώμα και πράσινο, ενώ στα μαλλιά μας μπλέκονταν φύλλα, κλαδιά και ανθάκια. Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Ξέραμε πια πως δεν υπήρχε λόγος να μείνουμε άλλο εκεί.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Έπειτα φτάσαμε στη θάλασσα.
Βουτήξαμε τα χέρια μας στην άμμο και σκάψαμε, πηδήξαμε πάνω από αρμυρίκια και βράχια, χωθήκαμε στις σπηλιές και φωνάξαμε τον Ποιητή στα θαλασσοπούλια και τα περαστικά βαρκάκια.
Βουτήξαμε νιώθοντας το νερό να υποχωρεί παραχωρητικά στην ορμή του κορμιού μας, παραμερίσαμε συστάδες φυκιών και ανεβοκατεβήκαμε μικρούς γκρεμούς, θαυμάζοντας τα χρώματα και στις στιλπνές φιγούρες των ξαφνιασμένων υδρόβιων κοπαδιών. Ανεβήκαμε πάλι στην επιφάνεια και ξαπλωθήκαμε κατάκοποι στον φλοίσβο, εκεί που η ελαφριά κίνηση του νερού έκανε την άμμο ν’ ανασαίνει. Κοιταχτήκαμε και πάλι, ανάμεσα απ’ την αρμύρα του προσώπου και των μαλλιών μας. Αυτή τη φορά μας πήρε λιγότερο χρόνο να το καταλάβουμε.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Όταν φτάσαμε στο επόμενο κόντευε σούρουπο.
Δεν μας ήταν εύκολο να διακρίνουμε διαστάσεις και περιγράμματα, μα νιώσαμε  τη γλυκερή και οξεία μυρωδιά που πότιζε τον αέρα και θύμιζε μέταλλο κι αίμα. Ο όγκος ενός κτιρίου σταμάτησε το βλέμμα μας. Κάποιοι γλιστρήσαμε μέσα αθόρυβα και φοβισμένα, άλλοι πιο θαρραλέα, όμως κανένας μας δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να διαβάσει την ταμπέλα που κρεμόταν ξεχαρβαλωμένη στην είσοδό του.
Βρισκόμασταν στο σφαγείο της πόλης.
Περιπλανηθήκαμε λίγη ώρα ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους. Η μυρωδιά που όλο και δυνάμωνε έδενε τα στομάχια μας κόμπο και μας ζάλιζε. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να φωνάξει.Δεν ξέρω ποιος το είδε πρώτος, μα μια σκιά σάλεψε κάπου στο βάθος. Πλησιάσαμε με προφύλαξη και δισταγμό καθώς ο αέρας γινόταν αποπνικτικότερος, φορτωμένος αγνό, απόλυτο κι αιματηρό τρόμο.
Νομίζω πως στα χέρια του κρατούσε ένα κουφάρι από ένα απροσδιόριστο ζώο. Νομίζω πως έκλαιγε. Κάποιοι άλλοι λένε πως τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Άλλοι πως έκλαιγε πάντα, αλλά δεν έχυνε δάκρυα.

Ο Ποιητής, σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου