Οι καρέκλες στον κάμπο

Όλος ο κάμπος αντηχούσε τον τραχύ ήχο του ξύλου που γδέρνεται.

 Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής και οι λατρευτικές εικόνες είχαν αγγιχθεί, είχαν φιληθεί κι είχαν κρεμαστεί στις πασχαλιές μια ολόκληρη νύχτα για τα πουλιά και τα έντομα. Γονατισμένα σε μεγάλες λινάτσες που είχαν στρώσει στο χώμα, τα παιδιά έξυναν ευλαβικά τις σαραβαλιασμένες επιφάνειές τους. Μόλις τελείωναν με την καθεμία σηκώνονταν και την πετούσανε στην μεγάλη φωτιά. Έπειτα μάζευαν προσεκτικά τα κουρελιασμένα χρώματα, τα φιλούσαν και τα έριχναν στο καζάνι όπου έλιωναν για να μπουν στις καινούριες εικόνες.
Οι εικόνες άλλαζαν, κάθε φορά. Τα ιερά χρώματα ποτέ.
Απόλυτα αφοσιωμένα, τα παιδιά μάζευαν και το παραμικρό απομεινάρι.
Τα χρώματα δεν έπρεπε να αγγίξουν χώμα.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Οι καρέκλες είχαν στηθεί πάνω στο χορτάρι. Καθίσαμε.
Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Τον κοίταξα.
Το ξύλο της τριανταφυλλιάς που καιγόταν κεντούσε στον αέρα  έρωτα ανοιξιάτικο, δριμύ, θανατερό.
Τον κοίταζα προσπαθώντας να ελέγξω την ανάσα μου, να διώξω την εικόνα του απ' το μυαλό μου και να αποσύρω τη σκέψη μου σε μια σκοτεινή γωνιά, μέχρι να περάσουν οι ώρες.
Έτσι γινόταν πάντα. Τα παιδιά ξαναζωντάνευαν τα χρώματα κι εμείς καθόμασταν αντίκρυ, ώσπου να νυχτώσει. Τότε μονάχα μπορούσαμε να σαλέψουμε.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Τον κοιτούσα πάντα. Καθόταν ασάλευτος. Ο χρόνος σκάλωσε, κύλησε στα μαλλιά και κόλλησε στα δάκτυλά μου. Τα έσφιξα, προσπαθώντας να κατευνάσω τον πόθο. Δίπλα μου ακούστηκε ο πρώτος αναστεναγμός.

Τα παιδιά έξυναν τα ιερά χρώματα, η φωτιά κατάκαιγε την χρησιμοποιημένη λατρεία κι η άνοιξη καταύγαζε με φως που έκανε τη σάρκα να λάμπει κι από μέσα.
Σχεδόν ξέπνοοι απ' τη λαχτάρα, κοιταζόμασταν.

Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής κι ο έρωτας πορφύριζε νικηφόρα, σαν φρέσκο τραύμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου