Ιστορίες που διαβάστηκαν λάθος

Αν εκείνο που περνούσε ήταν χρόνος, δεν σάρωνε τίποτα πια. Ήτανε μονάχα σκιές που άπλωναν και μάζευαν στα ράφια με τα βιβλία και τα βαλσαμωμένα πουλιά. Σκιές που πότε φανέρωναν και πότε έκρυβαν ράμφη, περίτεχνα δεσίματα, γαμψά νύχια και μυστικές, τρομερές λέξεις.

Μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε".

Όταν έφευγε οι σιδερένιες πόρτες έκλειναν με πάταγο πίσω του και τα παγώνια στους διαδρόμους έσκυβαν τα κεφάλια τους.
  
Γύριζα τους διαδρόμους με τη θλίψη στα μάτια των παγωνιών να με ραίνει τη θλιβερή αγάπη τους, γεμάτη σκούρα νερά και φαρμακερή ομορφιά.

Άνοιγα τα βιβλία, έψαχνα να μάθω για την κατάρα, μάταια. Ερχόταν, μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε". Έφευγε, έκλειναν οι πόρτες, έκλαιγαν τα παγώνια, με κοίταζαν.

Έψαχνα να μάθω για την κατάρα. Κατάρα δεν υπήρχε.

Μου 'βαζε το μολύβι στο χέρι και μου έλεγε: "Γράψε".