αγκάθια

"Έκοβα τα χέρια μου στ' αγκάθια, στις ροδιές κι ήταν ένας πόνος γλυκύς, σαν από έρωτα.
     Οι υπόλοιποι μου 'γνεφαν και μου 'λεγαν να σταματήσω και δεν μπορούσα, δεν ήταν λόγια να τους εξηγήσω πως επειδή αγαπούσα τις ροδιές αγαπούσα και τ' αγκάθια τους και τον πόνο, τη σκοτεινή Ύλη της δημιουργίας. 
     Γύρισα την πλάτη μου και συνέχισα να μαζεύω τον καρπό.

Άξαφνα κατέβηκε ένα σούσουρο απ' την πλαγιά κι οι χωριανοί άρχισαν να ψιθυρίζουν αναστατωμένοι. Έριξα τα τελευταία ρόδια στο καλάθι, κατέβηκα απ' το δέντρο και τον είδα να μας πλησιάζει.
     Κι ο Μάγος έφτασε και μας κοίταξε αμίλητος για ώρα πολλή κι εμείς σταθήκαμε υπνωτισμένοι. Που και που έσφιγγα τα χέρια μου, πιέζοντας τις πληγές που μου 'χαν κάνει τ' αγκάθια για να θυμηθώ πως είμαι ζωντανός.
     Πέρασαν ώρες πολλές, ο τόπος σκοτείνιασε, οι σκιές μεγάλωσαν, μίκρυναν, αναδιπλώθηκαν. Οι χωριανοί σιγά σιγά έφυγαν, αθόρυβα σα μακρινές μνήμες. Έμεινα μονάχα εγώ, έρημος κι ανίκανος να σαλέψω, να πλέω σε μια θάλασσα ανείπωτης, τρομακτικής ευχαρίστησης.
     Και ο Μάγος κινήθηκε κι ήρθε μπροστά μου και με κοίταξε, κάτω απ' τη λυκοπροβιά του. Κι έσκυψε στ' αυτί μου και ψιθύρισε.

Κι ειμ' από τότε εγώ ο μάγος και τριγυρίζω τον κόσμο γιατί πάντα κάποιος πρέπει να του θυμίζει, να του υπενθυμίζει τα κρυμμένα, τα παραγκωνισμένα και τ' άφατα.
     Κι έχασα τις ροδιές μου και τ' αγκάθια τους και την ομορφιά τους τη θυμωμένη.

Κι ήρθα κι είδα τα χέρια σου κι είναι η σειρά μου να σου ψιθυρίσω."

Της Πνιγμένης

Έπειτα από 'κείνο το γεγονός κανείς δεν άφηνε τα κορίτσια του να πλησιάσουν στο πηγάδι, ούτε όταν ξεχειμώνιασε κι οι μέρες μεγάλωσαν πλαταίνοντας τον τόπο και προλαβαίνοντας τα λάθος πατήματα.
     "Η Πνιγμένη περιμένει", έλεγαν.
    "Το νερό που την πήρε αγάπησε τα σώματα που μαβίζουν, εκείνα τα σημεία στο δέρμα που αλλάζουν χρώμα τρυφερά καθώς η σάρκα πονά και υποχωρεί", έλεγαν.
    "Το νερό θέλει κι άλλο".
    

Εκείνο το καλοκαίρι τα κλωνάρια της γέρικης συκιάς έγειραν πάνω στο πέτρινο πηγάδι κι ακούμπησαν στις τριανταφυλλιές κι έμπλεξαν κλαδιά, αγκάθια κι άνθη και σκαρφάλωσαν στις πέτρες κι ακούμπησαν  καρπούς και  πέταλα.
     Και η πνιγμένη, λένε, σκαρφάλωσε στα κλαδιά, βγήκε, ξάπλωσε στο χώμα κι άφησε τα κλαριά να την τυλίξουν μέχρι που χάθηκε.

Το φθινόπωρο τα σύκα έσκαγαν κι έπεφταν με θόρυβο στις πέτρες και το χώμα και ανακατεύονταν με τα τριαντάφυλλα που ξεδιπλώνονταν και καίγονταν μεθυστικά. Εκστατικές οι μέλισσες, τρυγούσανε αδιάκοπα.
     Ο τόπος έβραζε από μυρωδιές, μέλι και ρόδο και την χαμένη αγάπη της Πνιγμένης, τόσο που δεν τολμούσες μήτε να ζυγώσεις γιατί σ' έπιανε λιγοθυμιά κι ένας περίεργος, ζοφερός πόθος.

Από τότε κάθε φθινόπωρο κλείδωναν τα κορίτσια στα σπίτια τους γιατί όλα αποτρελαίνονταν κι ήθελαν να τρέξουν στο πηγάδι που αγαπούσε τα μελανιασμένα σώματα.

Ήταν άγριοι, εκείνοι οι καιροί. Άγριοι κι επικίνδυνοι από αφόρητη ομορφιά.