Υετός (βροχή)

Ήταν η ώρα που τα τοπία γίνονταν τρυφερά και παράξενα ανοίκεια, καθώς το νερό γεφύρωνε τα χάσματα με τον άπιαστο ουρανό. Η ώρα των ανείπωτων, που τα θαύματα παραμόνευαν στο σκοτάδι των φθινοπωρινών ημερών. 

Ήτανε σκοτεινές οι μέρες, ευγενικά σκοτεινές, σαν τους πόθους που κακοφορμίζουν χωρίς να πεθαίνουν και μένουν σαν έρμα φάσματα να στοιχειώνουν το χρόνο με αγάπη.

Βγαίναμε έξω για να μυρίσουμε τα βότανα που καθώς λικνίζονταν από το αγέρι ή το νερό αποδέσμευαν πιο πυκνά και συμπαγή αρώματα από ποτέ, κι έπειτα για να δούμε τα λαμπερά χρώματα του πράσινου και του κεραμιδί και να χαζέψουμε τα στιλπνά μανιτάρια και τα νωχελικά σαλιγκάρια.
Βγαίναμε ακόμη για να ακούσουμε τον κηπο μας να ποτίζεται, για να βραχούμε λες και μοχθούσαμε κι εμείς μαζί του καθώς αγωνιζόταν να πετάξει τους μίσχους του, λες κι η βροχή με έναν παράξενο τρόπο μας έφερνε πίσω μια χαμένη μνήμη.
Μια μνήμη που ήξερε για μας πράγματα θαμμένα, που εμείς είχαμε για πάντα χάσει.

Βγαίναμε για να κλάψουμε. 

Τρυφερά, για όλα όσα  πληγώθηκαν και χάθηκαν, για τους χαμούς και το χώμα, αλλά και για τον χρόνο, και για το πράσινο, και για την ομορφιά.

Βγαίναμε.
Βγαίναμε έξω, στη βροχή.

λίθινο και πένθιμο

Μέσα στη βροχή τα περιγράμματα των σπιτιών μας έσβηναν τρεμουλιαστά κι εγώ περπατούσα τρέμοντας και σκεφτόμουν πως θύμιζαν δέντρα που λικνίζονται στον άνεμο ή φλόγες από πυρσούς μέσα στη νύχτα ή δάκρυα σε μάγουλα και ώμους.
     Περπατούσα με προφύλαξη κάτω από τα στενά στέγαστρα των πέτρινων σπιτιών προσπαθώντας να μην σκοντάψω σε κάποια λακκούβα που έχοντας μαζέψει στην αγκαλιά της το θολό ανακάτεμα νερού και χώματος θα παραμόνευε να ξεγελάσει το πόδι μου. Τα χόρτα και τα βότανα, ανακατωμένα απ' το ανεμοσούρι, άπλωναν παντού οσμές τόσο καθάριες και δυνατές που θύμιζαν περισσότερο γεύσεις παρά μυρωδιές.
      Όμως έπρεπε να βιαστώ κι η διαδρομή ήταν δύσκολη, γιατί η πλατεία του χωριού ήταν στο ψηλότερο σημείο του και πολύ εύκολα μπορούσες να γλιστρήσεις τις μέρες που έβρεχε. Ανεβαίνοντας όμως, αν σιγούρευες το βήμα σου και τολμούσες να στυλώσεις το βλέμμα σου προς τα πάνω, ξεπρόβαλλαν οι οξιές που εκτείνονταν μέχρι πριν τις γυμνες κορυφές των βουνών κι ήταν ένα θέαμα εκθαμβωτικό και συνάμα άγριο και θυμωμένο, με τον θυμό εκείνο που προκαλεί μονάχα η πολλή αγάπη.

Όταν έφτασα στην πλατεία τα νέα είχαν ήδη διαδοθεί.
      Έστεκαν όλοι ακίνητοι κάτω από τη βροχή και μπορούσες να νιώσεις πως εκείνο το ειπωμένο άγνωστο τυλιγόταν στο γκρι της ατμόσφαιρας και το έκανε να θεριεύει. Πίσω μου ήρθαν κι άλλοι αργοπορημένοι. Περιμέναμε.

Μόνο λίγο μετά βρήκε κάποιος το κουράγιο να μιλήσει και να μας πει για τα νέα πέρα από τους κάμπους, για τα χωριά που ερήμωναν και για εκείνους που φεύγανε για κάτι μέρη που ζούσανε πάρα πολλοί μαζί αλλά πιο εύκολα, για τα που βουνά δεν αντηχούσαν πια από ανθρώπινους ήχους, για τον κόσμο που άλλαζε και για την αλλαγή που απλωνόταν σαν αρρώστια παντού.
      "Και θα έρθει κι εδώ", είπε κάποιος.
      "Θα έρθει".

Κοίταξα πίσω μου, τον δρόμο που είχα πάρει για να φτάσω ως εκεί και τον φαντάστηκα έρμο και άδειο, με όλες του τις μυρωδιές κι όλη του τη δυσκολία, μόνο κι έρμο μέσα στο φαιό της βροχής, να ξηλώνει τις πέτρες του από αγάπη.

Τρώει τα σωθικά

Καθώς εξαφανίστηκαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου σηκώθηκε άνεμος.
     Δεν ήταν ό,τι θα περίμενες κείνη την ώρα, ήταν κάτι παράξενο και αψύ που πίκριζε και σου 'δινε την εντύπωση πως θα μπορούσε να συρθεί μέχρι βαθιά στα κόκαλά σου και να μείνει για πάντα εκεί, γοητευτικό και κακόβουλο, δημιουργώντας συνεχώς νέους δεσμούς με τα κύτταρά σου. 
     Έπειτα ήρθαν οι πρώτες σταγόνες κι η βροχή άρχισε να πέφτει με μιαν αδιάφορη, υστερόβουλη ηρεμία αναρριγώντας νωχελικά το χώμα και τα χόρτα.

Τότε καταλάβαμε πως η ώρα που για καιρό τρέμαμε είχε πια έρθει. 
     Δεν ήταν η ώρα του τέλους.
     Ήταν η ώρα που θα έφταναν εκείνοι.

Με γουρλωμένα μάτια κοιτάξαμε γύρω μας.

"Είναι στο πηγάδι!" φώναξε κάποιος πνιχτά. Κάτι ανείπωτο έγδαρε το χώμα δίπλα μας.
    Οι ανάσες μας έβγαιναν απότομα και βεβιασμένα καθώς ο τρόμος απλωνόταν με βελούδινα, σχεδόν άκακα κύματα στην κοιλάδα.