Ιστορίες που φυλούσαν για την πιο κρύα νύχτα (ΙΙ)

"Η φωτιά", έλεγαν, "Η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει."
     Κρατήστε τη φωτιά. Φέρτε κι άλλα βιβλία."

Καίγαμε τα βιβλία για να ζεσταθούμε.
     Καίγαμε τα βιβλία για να τιμήσουμε την υλικότητά τους, εκείνη την ποιότητα που είχε τόσο υποτιμηθεί και πληγωθεί κι ας ήταν η πιο ειλικρινής, η πιο παρούσα διάσταση που είχανε ποτέ.
     Καίγαμε τα βιβλία για να τα αγαπήσουμε.

Είχε περάσει καιρός που οι φωνές είχαν κοπάσει κι όσοι θρηνούσαν το χαμό τους είχαν καταλάβει κι εκείνοι πως η φωτιά ήταν ο μοναδικός τρόπος να εκπληρώσουν την άυλη και τη χωμάτινη, τη θαυμαστή αποστολή τους.  Πως οι σελίδες τους έτσι κι αλλιώς κουβαλούσανε από πάντα τη φωτιά, την πυκνωμένη νόηση που μεταλλασσόταν σε ύλη, φέρνοντας τη μαγεία πάλι πίσω στο νερό, στον αέρα και στα δέντρα.
     Και πως τα βιβλία και τα σώματα και τα δέντρα και οι φλόγες είχανε πολλούς προορισμούς και πως ένας ήταν και αυτός: να λιώσουνε μαζί γιορτάζοντας τους κόσμους που πεθαίνουν κι επιστρέφοντας το χρόνο στο τρέμουλο, το ακράγγιγμα και το θαύμα.
     Κι από όταν το καταλάβαμε αυτό τα βιβλία έπαψαν να καίγονται αλλά συνέχισαν να θρέφουν τη φωτιά.

Καίγαμε τα βιβλία και καθόμασταν γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούμε.

Καθόμασταν γύρω από τη φωτιά  και γράφαμε βιβλία.

    

Ιστορίες που φυλούσαν για την πιο κρύα νύχτα (I)


Περνούσαμε τα βουνά. Κάτω από λευκούς, απέραντους, νεφελώδεις ουρανούς που έλεγες πως μας συρρίκνωναν και πολλαπλασίαζαν την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε, πως απομάκρυναν την επόμενη πλαγιά, την κοντινή κορυφή.
     Περνούσαμε τα βουνά κι έλεγες πως το δέος μάς έκανε ολοένα μικρότερους.

Περπατούσαμε άλλοτε με απόφαση κι άλλοτε με απελπισία. Κάτω από σκοτεινούς, φθαρμένους ουρανούς που έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα έριχναν καταπάνω μας όλη τους τη σκοτεινιά σε μια μοναδική, σαρωτική έκρηξη. Σκοτεινιά από ύλη κι όχι από αγέρα, σκοτεινιά που αν μας έφτανε θα μας σκέπαζε για πάντα στη τρομακτική θαλπωρή της, σκοτεινιά που αν τη γλιτώναμε δεν θα γνωρίζαμε ποτέ μα ποτέ την αλλόκοτη χαρά που σε διαπερνά και σε σκάβει και σε πονά και σε σαλεύει. 
     Περπατούσαμε κι έλεγες πως ο τρόμος μάς έκανε πιο αργούς και πιο όμορφους.

Περνούσαμε τα βουνά κι εκείνα κάποτε τελείωσαν. Τέλειωσαν οι ουρανοί κι όταν σταθήκαμε για λίγο οι δρόμοι πίσω μας πήραν φωτιά.
     Κοιτούσαμε τους δρόμους που μας είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί να φλέγονται ενώ το στόμα μας  πυρπολούσε, ανασαίνοντας για πρώτη φορά, η λέξη αγάπη.