αγκάθια

"Έκοβα τα χέρια μου στ' αγκάθια, στις ροδιές κι ήταν ένας πόνος γλυκύς, σαν από έρωτα.
     Οι υπόλοιποι μου 'γνεφαν και μου 'λεγαν να σταματήσω και δεν μπορούσα, δεν ήταν λόγια να τους εξηγήσω πως επειδή αγαπούσα τις ροδιές αγαπούσα και τ' αγκάθια τους και τον πόνο, τη σκοτεινή Ύλη της δημιουργίας. 
     Γύρισα την πλάτη μου και συνέχισα να μαζεύω τον καρπό.

Άξαφνα κατέβηκε ένα σούσουρο απ' την πλαγιά κι οι χωριανοί άρχισαν να ψιθυρίζουν αναστατωμένοι. Έριξα τα τελευταία ρόδια στο καλάθι, κατέβηκα απ' το δέντρο και τον είδα να μας πλησιάζει.
     Κι ο Μάγος έφτασε και μας κοίταξε αμίλητος για ώρα πολλή κι εμείς σταθήκαμε υπνωτισμένοι. Που και που έσφιγγα τα χέρια μου, πιέζοντας τις πληγές που μου 'χαν κάνει τ' αγκάθια για να θυμηθώ πως είμαι ζωντανός.
     Πέρασαν ώρες πολλές, ο τόπος σκοτείνιασε, οι σκιές μεγάλωσαν, μίκρυναν, αναδιπλώθηκαν. Οι χωριανοί σιγά σιγά έφυγαν, αθόρυβα σα μακρινές μνήμες. Έμεινα μονάχα εγώ, έρημος κι ανίκανος να σαλέψω, να πλέω σε μια θάλασσα ανείπωτης, τρομακτικής ευχαρίστησης.
     Και ο Μάγος κινήθηκε κι ήρθε μπροστά μου και με κοίταξε, κάτω απ' τη λυκοπροβιά του. Κι έσκυψε στ' αυτί μου και ψιθύρισε.

Κι ειμ' από τότε εγώ ο μάγος και τριγυρίζω τον κόσμο γιατί πάντα κάποιος πρέπει να του θυμίζει, να του υπενθυμίζει τα κρυμμένα, τα παραγκωνισμένα και τ' άφατα.
     Κι έχασα τις ροδιές μου και τ' αγκάθια τους και την ομορφιά τους τη θυμωμένη.

Κι ήρθα κι είδα τα χέρια σου κι είναι η σειρά μου να σου ψιθυρίσω."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου