Το παραμύθι που έλεγαν στο δέντρο

Το δέντρο έστεκε μετέωρο στο γκρεμό, πάνω απ' το πράσινο σκοτάδι του.
     Οι ρίζες του ξεπρόβαλαν πια απ' το χώμα, ξεθεμελιωμένες απ' τα υπόγεια λαγούμια τους, από τις σκονισμένες αρτηρίες που είχαν σκάψει τόσο επίμονα, τόσο επίπονα, με τόση οργισμένη ζωή να χορεύει το σκάψιμό τους.
     Μέσα στο μισοσκόταδο ο γέρικος κορμός σε κάποια σημεία γυάλιζε, σα θαύμα που ηρεμεί τον αμφιβληστροειδή, που μπαίνει βαθιά μέχρι τη σκέψη και την ξεπλένει. Άλλοτε έγδερνε. 

Γιατί υπήρχαν όλες εκείνες οι πληγές που είχαν απελευθερώσει το ρετσίνι του. Τον μυρωμένο, τραχύ του ιδρώτα, όλο πείσμα και γιατρειά. 

Υπήρχαν όμως και τ' άλλα, οι αναρριχώμενες πρασινάδες που σου θύμιζαν πως δεν ήταν μοναχά το δέντρο, μα  κι άλλη ζωή φορτωμένη. Ζωή που επέλεξε να σφιχτεί πάνω του και τώρα θα τέλειωνε κι αυτή.

Με έναν δυνατό γδούπο, σηκώνοντας μια θύελλα από σκόνη και φύλλα, το δέντρο άρχισε να κατακρημνίζεται αργά.

Και δεν ήτανε δέντρο αλλά νερό, νερό που έπεφτε απ' τα νέφη μέσα σε άλλο νερό, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις το πάνω από το κάτω. Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση ή πέταγμα.


Και δεν ήτανε δέντρο αλλά κορμί που έπεφτε. Και δεν ήταν γκρεμός αλλά αγκαλιά, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις ποιο κορμί έπεφτε ή ποιο πετούσε. 

Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση, αν ήταν αγκαλιά, πέταγμα ή γκρεμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου