Ξεχειμώνιασμα

Καθόμασταν στο γκρίζο λιμάνι και περιμέναμε, μέρες.
Ήταν όλοι εκεί, όσοι είχαν επιζήσει από την τελευταία επιδρομή, ακόμη κι όσοι είχανε χάσει πραγματικά κάτι, το χέρι, το μάτι ή τη γυναίκα τους.

Οι πληγές είχανε πια θρέψει. Τα καμένα σπίτια είχανε ξαναχτιστεί και τα παιδιά είχανε πάψει να βλέπουν εφιάλτες. Όλη η αναστάτωση, η αλλόκοτη αίσθηση ζωντάνιας που μας έδινε η συμφορά είχε τελέψει κι οι μέρες μας κυλούσαν χωρίς τη θέρμη του αίματος και το ανατρίχιασμα της κραυγής. Τελειώναμε ανόρεχτα τις δουλειές μας και πηγαίναμε στο λιμάνι για να περιμένουμε, με ό,τι καιρό κι αν έκανε. Συνήθως έβρεχε, μια λεπτή πολύωρη βροχή σα στάχτη. 
     Τότε τα παιδιά έφτιαχναν ιστορίες κι έλεγαν πως στα σύννεφα είχαν ανέβει ακροβάτες από τις πέρα πολιτείες που είχαν καεί κι έφερναν τούτη την παράξενη βροχή μέχρις εδώ.

Περιμέναμε τους Πειρατές.

Καμιά φορά κυκλοφορούσαν φήμες πως καράβια με μαύρα πανιά πρόβαλλαν στον ορίζοντα και τότε όσοι δεν ήμασταν στο λιμάνι τρέχαμε ξέπνοοι, αλαφιασμένοι κι ανυπόμονοι σέρνοντας τα κουτσά μας πόδια στα πέτρινα σοκάκια και βγάζοντας υπόκωφους θορύβους απ' τα πληγωμένα στήθη μας.
     Μάταια συνωστιζόμασταν στην προβλήτα κι απλώναμε τα υγιή μέλη μας στο αγέρι που έπνεε απ' τ' ανοιχτά. Οι Πειρατές δεν έφταναν.
     Συχνά τα βράδια στις συντροφιές μας τους μνημονεύαμε, νοσταλγώντας τη θωριά και την ασυνήθιστη ομιλία τους, αναπολώντας την αγάπη που μας πλημμύριζε όταν μας πλήγωναν τρυφερά μα αποφασιστικά, με βλέμματα των οποίων η σκληρότητα έκανε τα μέλη μας να τρέμουν από αγαλλίαση.

Περιμέναμε τους Πειρατές.

Κείνη τη χρονιά τους περιμέναμε τόσο που τελικά έφτασε η Άνοιξη.  Όταν τα πάντα σφίχτηκαν στην ευωδιαστή γλυκύτητα της μέρας που μπουμπούκιαζε και περόνιαζε τα κορμιά ως τα βάθη, είχαμε φύγει απ' το λιμάνι.

Ήταν η εποχή του Έρωτα, 
      δεν μας χρειάζονταν πια οι πληγές των Πειρατών.

Φέτος την Άνοιξη

Είναι κρυμμένο.
Το έχουμε κρυμμένο καλά στα δαιδαλώδη υπόγεια της πολιτείας μας. Στις αιθαλικές στοές, με τις απότομες κατωφέρειες και τις αμφίβολες διασταυρώσεις τους, που λουφάζουν πειθήνια καθώς αδημονούν να πάρεις τη λάθος στροφή.
     Είναι ασφαλές.

Τις εισόδους των στοών σε όλη την πόλη φυλούν πάντα οι πενήντα Κοπέλες, διαλεγμένες προσεκτικά στη γέννα τους κι εκπαιδευμένες από παιδιά στις αισχρουργηματικές τέχνες. Ήρεμες και υπομονετικές, μα οπλισμένες κι επικίνδυνες περισσότερο κι από λιμασμένα τσακάλια. 
      Στις γύρω πολιτείες λένε πως κανείς ποτέ δεν κατάφερε να περάσει από τις Κοπέλες και να μπει στις στοές, κανείς εκτός από μια γυναίκα, αμέτρητα χρόνια πριν. Λένε όμως πως αποπροσανατολίστηκε και χάθηκε, πως οι στοές την αποπροσανατόλισαν με τη θέλησή τους, γιατί έχουν κι αυτές πια με τον καιρό αποκτήσει συνείδηση και δεν θέλουν να το αφήσουν να φύγει από εκεί. Λένε πως οι Κοπέλες την εντόπισαν από τη δυσωδία και πως δεν είχε απομείνει από εκείνη τίποτα από ελάχιστα, ενοχλητικά ίχνη ύλης και λίμνες αίματος, αίμα που πότισε τις στοές και τότε εκείνες ευφράνθηκαν.
     Λένε, ακόμη, πως και να είχε καταφέρει η γυναίκα να γλιτώσει από τις στοές δεν θα μπορούσε ποτέ να το βρει, γιατί σε κάθε γενιά υπάρχει μονάχα ένας που ξέρει πώς και με τι μοιάζει.
     Είναι ασφαλές.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε αφήσει να διαρρεύσει πως με τους κύκλους του καιρού οι παλιές γενιές ξέπεσαν, πως το μυστικό δεν κληρονομείται πια και πως στην πραγματικότητα η πόλη δεν θυμάται πια που βρίσκεται.


Φέτος την Άνοιξη αφήσαμε να διαρρεύσει η φήμη πως αναζητούμε αυτόν που θα το ανακαλύψει, με αντάλλαγμα αμύθητα πλούτη και τιμές.

Φέτος την Άνοιξη, σε περιμένουμε.