Το βάρος της δαντέλας

Όταν εκείνοι που δεν τη γνώριζαν τη ρωτούσαν το όνομά της, απαντούσε:
"Μια μέρα θα το κρεμάσω στα δέντρα".

Έπλεκε, όπως πάντα, μέχρι το σούρουπο.
Έπλεκε στο μεγάλο ανατολικό δωμάτιο που ήταν πια καλυμμένο από πάνω ως κάτω με δαντέλες, δαντέλες που μαλάκωναν το φως και το αντανακλούσαν καταυγάζοντας το χώρο το καλοκαίρι και πολλαπλασιάζοντας το λιγοστό φως το χειμώνα.
Έπλεκε ασταμάτητα, καταληπτικά. Τα δάχτυλα έμπλεκαν και ξέμπλεκαν τα νήματα φυλακίζοντάς τα στο γάντζο του τσιγκελιού, στριφογυρνώντας τα  χορευτικά και μετασχηματίζοντάς τα στην τελική μορφή της δαντέλας, στο συμπαγές συναίσθημα που έφερνε στο νου τις μέρες των ξεχασμένων θαυματοποιών.
Ήταν μέρες που η ψυχή της βασανιζόνταν από κάποιον παλιό, παραμελημένο πόνο που την έσπρωχνε να διαλέγει πιο βαριά νήματα από ό,τι συνήθως. Κείνες τις μέρες οι δαντέλες έπεφταν βαρύτιμες γύρω από τα γόνατά της, πριν τις κρεμάσει, σαν να μούσκευαν από την υγρή θλίψη.

Ήταν πια χρόνια που κανείς δεν αγόραζε τις δαντέλες της, όσο κι αν ο κόσμος συγκεντρωνόταν συχνά γύρω απ' το σπίτι για να κοιτάξει το παράξενο πλάσμα. Ήταν πια χρόνια που οι δαντέλες αγοράζονταν έτοιμες και συσκευασμένες από μεγάλα κτίρια στις μακρινές πόλεις. Και καθώς η μια χρονιά διαδεχόταν την άλλη, οι μέρες που οι δαντέλες βάραιναν όλο και πλήθαιναν.
Κάθε που βράδιαζε τριγυρνούσε στον σκοτεινό πορτοκαλεώνα και κρεμούσε τις δαντέλες στα κλαδιά.  


Είχαν περάσει μέρες που δεν την είχε δει κανείς, όταν αποφάσισαν να περάσουν το φράχτη για να την ψάξουν.
Οι πορτοκαλιές ήταν φορτωμένες γινωμένους καρπούς που μαζί με τις δαντέλες που κυμάτιζαν στο πρωινό αεράκι αστραποβολούσαν θριαμβικά.
Έψαξαν το σπίτι, μάταια.
Ώρες αργότερα, ανακάλυψαν πως κάτω από μια από τις δαντέλες του πορτοκαλεώνα υπήρχε στην πραγματικότητα εκείνη.

Το βαρύ δαντελένιο της φόρεμά έμενε ακίνητο, αλώβητο απ' τον αέρα.

Αγρυπνία

Το απαλό τρέμουλο των κεριών λίκνιζε χορευτικά τις σκιές στις γνώριμες γωνίες των τοίχων και των επίπλων. Έβλεπα τα πρόσωπα γύρω μου να φωτίζονται κι έπειτα να βουτούν πάλι στο σκοτάδι φανερώνοντας μια διαφορετική πτυχή τους κάθε φορά, σαν να περνούσανε γρήγορα τις φάσεις της αινιγματικής σελήνης, ετερόφωτα όχι απ' τον ήλιο, μα απ' τα υγρά σχεδόν σώματα των φλογών.

Κοίταξα τις γυναίκες γύρω μου. Τα σώματα και οι φωνές τους κουβαλούσανε μια παλιά ξεχασμένη οικειότητα από τα παιδικά μου χρόνια, που έκανε το δέρμα μου να αναριγεί σαν να γδερνότανε στο χώμα, που μου έφερνε στα ρουθούνια ζωντανή μυρωδιά χόρτου, ξύλου και ανθισμένου λιγούστρου.
Όταν το βλέμμα μου διασταυρωνόταν με κάποιο άλλο, το χαμήλωνα απότομα. Δεν ήθελα να κοιτάξω καμία στα μάτια.
Κοίταζα μόνο στο κέντρο του δωματίου. Μύριζε κομμένα, πεθαμένα λουλούδια.
Οι γυναίκες γύρω μου μιλούσαν για τα καινούρια κεριά παραφίνης, για το πόσο διαφορετικά μύριζαν και το πώς μαύριζαν τους τοίχους, για τον καλύτερο τρόπο να τα σβήνεις, σε άμμο ή σε νερό και για τις ελιές που δεν έδεναν καρπό εκείνη τη χρονιά.
Έπινα αργά το νερό από το ποτήρι που κρατούσα στο χέρι μου και τις άκουγα σιωπηλή. 

Τότε συνειδητοποίησα πως από την αυλή ακουγόταν ένας οξύς ήχος κλαδιών που σέρνονταν πάνω στις πλάκες, ο γνώριμος   ήχος που έκανε η αυτοσχέδια σκούπα της από θυμαριά, τότε που σάρωνε πεισματικά τους καρπούς και τα φύλλα του λιγούστρου απ' την αυλή, "σωτήριο δέντρο, η σκιά του μας έσωσε, αλλά αυτά τα φύλλα παιδάκι μου..."

Γύρισα και κοίταξα τις φίλες της. Δεν σάλεψαν. Μονάχα μία τους με κοίταξε με παραπονεμένα μάτια.
"Ησύχασε", μου είπε.
"Ησύχασε", αλλά δεν ήξερα αν αναφερόταν σε μένα ή σε εκείνη, στο κέντρο του δωματίου.
Μια άλλη σηκώθηκε, και άναψε ένα καινούριο κερί δίπλα στο άλλο που σιγόσβηνε. 
Μύρισε μέλι.
Ο ήχος έγινε δυνατότερος.

Σηκώθηκα. Πλησίασα στο κέντρο κι ακούμπησα το ποτήρι με το νερό δίπλα της.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Η αναμπουμπούλα θάμπωνε τη διαύγεια της παγωμένης νύχτας και δεν μου ήταν εύκολο να δω πρόσωπο.
Έκανα ένα βήμα μπροστά, μα σταμάτησα.
Η απροσδιόριστη φιγούρα κρατούσε τη σκούπα σφιχτά και σάρωνε πυρετικά την αυλή δημιουργώντας μια δίνη από χώμα, φύλλα και καρπούς. Έξαφνα σταμάτησε.
Καθώς το νέφος καταλάγιαζε συνειδητοποίησα πως δεν ήταν πια εκεί και πως όλη εκείνη την ώρα δεν σάρωνε τα φύλλα του λιγούστρου μα ολόκληρη την αυλή, την αυλή της, ξηλώνοντας τις πλάκες, ξεπατώνοντας τις τριανταφυλλιές, τους υάκινθους και τη μουσμουλιά, αφήνοντας πίσω τους μόνο ξερό χώμα και απουσία.

Αφήνοντας ένα σπίτι μοναχό καταμεσής του τίποτα, με ένα λιγούστρο και μια αυτοσχέδια σκούπα από θυμαριά ακουμπισμένη στον κορμό του.
Γύρισα και μπήκα στο σπίτι. Οι γυναίκες, χωρίς να έχουν αντιληφθεί κάτι, δάκρυζαν σιωπηλές.

Το ποτήρι δίπλα της είχε αδειάσει.



Ατσάκιστα βιβλία

Τιτιβίσματα, τριξίματα κλαδιών, σύρσιμο στο χώμα κι ύστερα ψιθυριστές, αβέβαιες καλημέρες.
Το δάσος ξυπνούσε μαζί μας.
   Καθώς είχα ήδη βγει από την κρυψώνα μου, μπορούσα να δω κι άλλους να βγαίνουν σταδιακά από τις δικές τους, με τις αβέβαιες και συγκεχυμένες φιγούρες τους να τρεμοπαίζουν στην ασάφεια του αδύναμου πρωινού.
   Έκανε κρύο, που σου περόνιαζε τα κόκαλα, που δεν θύμιζε σε τίποτα άνοιξη, Μάη.
   Ψελλίζαμε χαιρετισμούς ο ένας στον άλλον με τα μάτια στραμμένα αλλού, σαν να μην είχαμε κοιταχτεί ποτέ, σαν να μην είχαμε ποτέ υπάρξει χαμογελαστοί, εγκάρδιοι, ξέγνοιαστοι κι αγνώμονες.

Λίγο πιο πέρα, στο λιβάδι, οι νεραντζιές ανθοφορούσαν πεισματικά. Το άρωμά έφτανε σε κύματα καθώς το ήπιο αεράκι παρέσερνε κάθε τόσο τα ονειρικά μόριά του, μέσα στους ρινικούς αισθητήρες μας κι έπειτα βαθιά στη μνήμη. Βαθιά στη μνήμη κι από εκεί στα μέλη που έτρεμαν, στο στήθος και στη φωνή μέσα μας που έλεγε πως αφού υπήρχε εκείνο το άρωμα τίποτε από όλα όσα είχαν συμβεί πρόσφατα δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια.
   Από μακριά ακούστηκαν ήχοι μηχανών που στρίγγλιζαν.
   "Κι όμως, είναι αλήθεια", είπαμε στους εαυτούς μας.
   "Είναι αλήθεια", επαναλάβαμε.

Πέρα στο λόφο, εμφανίστηκαν τα παιδιά.
    Με μαύρα ρούχα και  αγριεμένες φωνές, ούρλιαζαν σέρνοντας πίσω τους κάποια άλλα, λίγο μικρότερα και λίγο πιο φοβισμένα. Όρμησαν στο λιβάδι τσακίζοντας με τις μπότες τους τ' αγριολούλουδα, ενώ κραδαίνοντας μεγάλα κλαδευτήρια σάρωναν τ' άνθη και τις φωλιές των πουλιών από τις νεραντζιές.
   Λίγο αργότερα πίσω τους φάνηκαν οι μπουλντόζες. Τις χειροκρότησαν κι έπειτα στράφηκαν προς το μέρος μας, με μάτια που κουρέλιαζαν ακόμη και τ' άνθη δίπλα στα πόδια μας.
"Υποχώρηση!" 'ακουσα μια φωνή δίπλα μου.
Δεν προλάβαμε να τρέξουμε παρά ελάχιστα μέτρα πίσω, πέρα από το δάσος, όταν ανακαλύψαμε πως ήταν πια αργά. 

Ήμασταν πια περικυκλωμένοι από μεγάλες μπουλντόζες, κατευθυνόμενες από λίγο μεγαλύτερα παιδιά που τραγουδούσαν κοφτά και καμαρωτά πίσω από τα τιμόνια. Στις πελώριες φαγάνες τους είχαν φορτώσει σωρούς μπάζα. Τι έστρεψαν προς το μέρος μας και πλησίασαν.
Πλησίασαν περισσότερο.
Μόνο όταν οι πρώτες μπουλντόζες άρχισαν να αδειάζουν το φορτίο τους πάνω μας συνειδητοποιήσαμε πως αυτό που κουβαλούσαν δεν ήτανε μπάζα.
Ήταν βιβλία.

Σωροί ολόκληροι αμέτρητων, απίθανων βιβλίων που έπεφταν πάνω μας ολοκαίνουρια, κάποια ακόμη με το πλαστικό περιτύλιγμά τους, αλλά πάντως όλα αδιάβαστα, ατσάκιστα, χωρίς να έχουν ανοιχθεί, αγκαλιαστεί, αγαπηθεί.
  Κάπου ψηλά, τα παιδιά ούρλιαζαν εντολές και συνθήματα.
  Πέφτοντας αγκάλιασα ένα βιβλίο.