Σώματα και βιβλία

Η ιστορία έλεγε ότι δεν αφορούσε τον κόσμο μας. Ότι δεν αφορούσε κανένα κόσμο.
     Η ιστορία έλεγε, έλεγε τον εαυτό της.

Αυτά έγραφε το βιβλίο μας. Αγαπάμε το βιβλίο μας όπως αγαπάμε τα σώματα. Αγαπάμε τα σώματα που υποχωρούν, δέχονται και μαβίζουν, τα σώματα που πρέπει να τα διαβάσεις, που αδιαφορούν, αγαπάμε τα γραμμένα σώματα.
    Αυτά αγαπάμε στον κόσμο μας. Σώματα και βιβλία.


Αλλά είναι τώρα μέρες που μια φήμη απλώνεται: λέει βιβλία δεν υπάρχουν. Λέει τα βιβλία και τα σώματα είμαστε εμείς. Λέει τα σώματα είναι το γήπεδο και ο αφανισμός μας. Λέει υπάρχει μονάχα ο τρόμος.
     Η φήμη λέει, λέει τον εαυτό της.



Την έψαξαν οι γραφειοκράτες, οι υπερρεαλιστές κι οι επιστήμονες, την ψάξαμε οι μαραγκοί, οι μάγειρες και οι θαυματοποιοί. Ψάξαμε τη φήμη και λέμε υπάρχει η φήμη και υπάρχουν και τα βιβλία. Λέμε υπάρχουν τα σώματα και υπάρχει η αγάπη και υπάρχει ο τρόμος.

Λέμε υπάρχει ο τρόμος.
Και λέμε, λέμε τον εαυτό μας.

Ισοκράτημα

Όσο η μουσική παίζει, εμείς γράφουμε.

Είναι μια μουσική τόσο παράξενη που δεν είναι λόγια να την περιγράψεις, γιατί ό,τι και να πεις δεν θα είναι με τίποτα αρκετό, θα είναι κοινότυπο και λίγο και βλακώδες ταυτόχρονα. Ούτε όμορφη θα μπορούσες να την πεις, δεν είναι από εκείνες τις μουσικές που λες "μ΄αρέσει". Δεν είναι τέτοια μουσική. 
     Ίσως, ίσως και να μπορείς να πεις μονάχα πως η μουσική ανασαίνει, αλλά κι αυτό όχι με τρόπο ποιητικό -όχι επειδή ανασαίνει θύελλες και συναισθήματα και πόθους- αλλά επειδή απλά ανασαίνει. 
     Την ακούς να ανασαίνει δίπλα σου, σαν να είναι άνθρωπος.

Γράφουμε, τα δάχτυλά μας τρέμουν. Πρέπει να προλάβουμε, να προλάβουμε την μουσική πριν το λιγωμένο της τελείωμα, πρέπει να προλάβουμε.
      Κανείς δεν ξέρει ποτέ πόσο κρατά η μουσική κάθε φορά. Συνήθως τελειώνει τη στιγμή του πιο μεγάλου ξεσπάσματος.

Γράφουμε, τα δάχτυλά μας τρέμουν, τρέμουμε και προσπαθούμε να μην γυρίσουμε να κοιτάξουμε ποιος ανασαίνει δίπλα μας. Γράφουμε τις ιστορίες μας, που ποτέ δεν τελειώνουν όσο διαρκεί η μουσική.
     Έπειτα κρεμάμε τις μισοτελειωμένες ιστορίες στους τοίχους μας.

Έρχεται η επόμενη φορά, τα δάχτυλά μας πασχίζουν, τα μάτια μας δακρύζουν κι η μουσική ανασαίνει, ανασαίνει και τελειώνει.

Τις νύχτες, μέσα στο μισοσκόταδο, κοιτάζουμε τα κρεμασμένα χαρτιά να λάμπουν. Κοιμόμαστε,πιο μόνοι και λαμπεροί από ποτέ.