Η κουρτίνα

Κοιτούσε από το παράθυρο το κόκκινο χρώμα. 
Δεν ήξερε ποιος λόγος την είχε σπρώξει να το κάνει αυτό, να τραβήξει εκείνη τη μέρα την κουρτίνα και να κοιτάξει έξω. Δεν το έκανε ποτέ, ακόμα κι αν ήθελε. Ακόμα κι αν κάποιες φορές το να κοιτάξει έξω από το παράθυρο ήταν το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να την κρατήσει λογική.

Κανείς δεν κοίταζε έξω από κανένα παράθυρο πια.

Δεν ήταν επειδή έτσι δεν πήγαινε ο νους σου σε όσα συνέβαιναν εκεί έξω, όχι, δεν ήταν καθόλου γιατί δεν ήξερες. Ήξερες, ήξερες παρά πολύ καλά τι γινόταν εκεί έξω. 

Δεν ήταν ούτε γιατί προσπαθούσες να το ξεχάσεις - δεν γινόταν, δεν μπορούσες να το ξεχάσεις έτσι κι αλλιώς.  

Γιατί το μάτι σου έπεφτε στην κουρτίνα. Η κουρτίνα ήταν παντού.
Η κουρτίνα σε θυμόταν πάντα.

Όσες φορές κοιτούσες την κουρτίνα -κι ήταν πολλές, παρά πολλές οι φορές που το βλέμμα σου έπεφτε πάνω της μέσα στο σπίτι- ήξερες, θυμόσουν το έξω. Τι κι αν η μόνωση έπνιγε τις κραυγές και τους γδούπους, τι κι αν τους έκανε να μην είναι ήχοι, εσύ τους άκουγες. Τι κι αν η κουρτίνα έκρυβε, εσύ έβλεπες. Η κουρτίνα γινόταν διάφανη.

Τελευταία τα κτίσματα είχαν αρχίσει να χτίζονται χωρίς τζάμια και χωρίς παράθυρα για να μην χρειάζεται η κουρτίνα. Χτίζονταν μόνο από μπετόν κι ενώνονταν με υπόγειες σήραγγες για να μην χρειαστεί να δεις ποτέ, ποτέ το έξω. Έτσι κάποια στιγμή, μοιραία, δεν θα υπήρχε πια η κουρτίνα κι ίσως τότε το έξω να μπορούσε και να ξεχαστεί για πάντα. 

Γιατί ήτανε δύσκολο, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο να ζεις με την κουρτίνα και όλη εκείνη τη γνώση του έξω.

Κοιτούσε από το παράθυρο κι ένιωθε τη φρίκη να τη λυγίζει.

2 σχόλια:

  1. Κοίτα, με την σημερινή τεχνολογία τύπου msartphone, tablet και το internet, δεν χρειάζεται καν πλέον τόση προσπάθεια. Νομίζω ότι κοιτάμε λιγότερο τριγύρω μας ούτως ή άλλως. Δεν έχεις δει παρέες να κάθονται κι αντί να μιλάμε ή να χαζεύουν τους περαστικούς απλά να χαζεύει ο καθένας το δικό του κινητό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή