ΒΟΡΕΙΑ

Το τρένο μπαίνει στην ενδοχώρα: η ατμόσφαιρα βαραίνει συνεχώς από την υγρασία, βαριά κομμάτια ομίχλης κρέμονται από αόρατα σχοινιά. 

Οι φωνές στα βαγόνια έχουν σιγάσει πια. Καθόμαστε ήσυχοι στις θέσεις μας και κοιτάζουμε έξω. Το ξέρουμε πια ότι δεν έχουμε πουθενά αλλού να πάμε, έτσι καθόμαστε και κοιτάζουμε. Προχωράμε, το τοπίο αλλάζει. Βλέπουμε καμινάδες να καπνίζουν κι έπειτα όλο και λιγότερες, καθώς περνάμε από τις κατοικημένες περιοχές στις εγκαταλελειμμένες. Καθώς τα χωριά αδειάζουν και γεμίζουν και καθώς τα σπίτια γίνονται φαντάσματα, το τρένο κι εμείς προχωράμε. 

Ξεχασμένες καγκελόπορτες γεμάτες κισσό και μπαλκόνια ετοιμόρροπα, ίσα που διακρίνονται μέσα στο θάμπος. Μετά από λίγο σπίτια γεμάτα και θάμνοι κλαδεμένοι και γέλια παιδιών. 

Η εναλλαγή μάς φαίνεται παράλογη, αλλά από τα πρώτα βαγόνια έρχονται φήμες πως υπάρχει μόνο ένα πράγμα να περιμένουμε: μοιραία το χιόνι και η ομίχλη θα πυκνώσουν. Μοιραία τα κατοικημένα μέρη θα τελειώσουν, κι έπειτα θα τελειώσουν κι εκείνα που κάποτε είχαν κατοικηθεί. Θα συνεχίσουμε μόνοι στις περιοχές όπου δεν υπάρχει τίποτα. 

Στα παράθυρά μας έχουν αρχίσει πια να σχηματίζονται κρύσταλλοι. Οι φήμες τώρα πληθαίνουν: μιλούν για θάνατο, τέρατα και ανήκουστα, φριχτά μέρη.

Για το τι θα γίνει όταν οι ράγες θα τελειώσουν δεν υπάρχει φήμη. Προχωράμε,  το τρένο προχωρά βόρεια.

Πλανήτης

Όταν είχαν περάσει πια οι μέρες και όλοι είχαμε καταλάβει ότι αφού οι πομποί δεν λειτουργούσαν δεν θα μας έβρισκε ποτέ κανείς, βγήκαμε έξω.

Βάλαμε στην άκρη τους χάρτες και τις θεωρίες για το πού μπορεί να είχαμε συντριβεί και ελέγξαμε τα μέλη μας, αν είχαν πάψει όλα να πονούν από την πρόσκρουση. Αποθηκεύσαμε το ημερολόγιο καταστρώματος και μαζευτήκαμε στη γέφυρα για να δούμε τον Μηχανικό να ακυρώνει τη σφράγγιση του σκάφους. Κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε τίποτα και ξέραμε ότι είχε έρθει η ώρα.
    Ακούσαμε τις αλυσίδες και τα παξιμάδια της πόρτας να τρίζουν. Σηκώσαμε το χέρι μας να καλυφθούμε από το φως. Μυρίσαμε τον αέρα, που έφερνε μια γλυκιά, ξινή φρεσκάδα και πηδήξαμε.

Πηδήξαμε στο χώμα, αλλά το χώμα δεν ήταν εκεί.

Παραδέρνουμε μέρες μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα άγριων κλαδιών, χωρίς να μπορούμε πια να πούμε προς τα πού ήταν κάποτε ο ουρανός και προς τα πού θα επρεπε να ειναι το χώμα. Οι πληγές μας κλείνουν και ανοίγουν συνεχεια, σαν λουλούδια. Κάτω από το δέρμα μας έχουν πια παγιδευτεί φύλλα και μικρά κομμάτια ξύλου. Φωνάζουμε τους άλλους, προσπαθούμε να προχωράμε μαζί, κάποιοι έχουν μείνει πίσω, κάποιοι χάθηκαν ήδη.

Προσπαθούμε να μένουμε μαζί, αλλά κάποιοι λένε ότι δεν θα βρούμε το χώμα, ότι εδώ που πέσαμε δεν υπάρχει χώμα. Δυο απο αυτούς τους σκότωσαν. Το βράδυ μας κοιτάζουν παράξενα πλάσματα, τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι. Σκαρφαλώνουμε, προχωράμε, μένουμε μαζί και βλέπουμε μονο κλαδιά, κλαδιά, κλαδιά.




Τα Χαμένα Αγόρια

Στην πόλη τα αγόρια χάθηκαν.

Το λέγανε όλες οι τηλεοράσεις, το άκουγες παντού, στον δρόμο, στο μαγαζί και στο σπίτι- το έβλεπες. Ήταν μια εξαφάνιση την οποία έβλεπες. 

Είχε συμβεί προχθές, αν και κανείς δεν είχε καταλάβει ακριβώς το πώς. Φυσικά, είχαμε όλοι δει τα αγόρια να βγαίνουν. Από το σπίτι ή από την τάξη, τούς είχαμε δει να παρατάνε το παιχνίδι ή το κολατσιό, να σηκώνονται από τον ύπνο κι είχαμε ακούσει τα βήματα και τα παπούτσια τους. 

Όχι, δεν κάναμε τίποτα. Δεν φανταστήκαμε ότι θα μπορούσε να είναι κάτι σημαντικό, πώς θα μπορούσαμε; Ο καθένας μας έβλεπε ένα αγόρι να βγαίνει έξω. Ένα αγόρι να απομακρύνεται. Ο καθένας μας έβλεπε ένα μόνο αγόρι.

Πέρασαν ώρες μέχρι να υποψιαστούμε, μεχρι να μιλήσουμε, μεχρι να καταλάβουμε. Τα αγόρια είχανε φύγει. Κάποιοι μίλησαν για ένα παλιό παραμύθι με μια φλογέρα που μάγευε τα παιδιά. Άλλοι μίλησαν για το τελος της πόλης, άλλοι για πιο σκοτεινά και ενοχλητικά πράγματα που έκαναν τα δόντια μας να σφιχτούν και να τρίξουν. Οι φήμες ξεκίνησαν. Τούτη την ώρα σφίγγουν την πόλη στη πένθιμη αγκαλιά τους.

Ποδήλατα, χώματα, μπάλες και παγκάκια και παγωτά, όλα αφημένα. Τα κορίτσια μάς κοιτάζουν με βλέμμα παράξενο και σκοτεινό, τα έχουμε συνεχώς στο νου μας μήπως χαθούν και αυτά. Μας φαίνεται πως κάτι γνωρίζουν. Το βλέμμα τους μας τρομάζει, αλλά τα έχουμε πάντα στο νου μας.

Χθες στην πόλη χάθηκαν τα κορίτσια.


Τα τρίστρατα

Μερικές φορές την άνοιξη, στα τρίστρατα της περιοχής χάνονται ταξιδιώτες.

Συχνά δεν το καταλαβαίνεις καν, μόνο περνάς τυχαία από το σημείο και βλέπεις στα ριζά των δέντρων τα σημάδια του αφανισμού τους. Για τους άντρες είναι συνήθως το καπέλο ή το μπαστούνι  τους. Για τις γυναίκες είναι οι λεπτεπίλεπτες πλεξούδες τους, κομμένες αλφαδιασμένα, λες και κάθισαν πρόθυμα και πειθήνια μπροστά στο λεπίδι που τις έκοψε. Τα βλέπεις όλα αυτά τότε και ξέρεις ότι κάποιος ή κάποιοι χάθηκαν.
     Είναι ένα φαινόμενο ανεξήγητο, αλλά εμείς μάθαμε να ζούμε μαζί του.

Υπάρχουν θρύλοι που προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις, αλλά χάνονται στο παρελθόν και πλέον μιλούν για τόσες εκδοχές που είναι σαν να μην μιλούν καθόλου. Οι θρύλοι σιωπούν και οι ταξιδιώτες χάνονται. Εμείς ζούμε.

 Όμως τώρα τελευταία θεριεύει η φήμη ότι οι ταξιδιώτες δεν χάνονται, ότι στην πραγματικότητα κανείς ποτέ δεν χάθηκε. Λένε ότι τα τρίστρατα είναι τα μέρη που αφήνουν τα  πράγματά τους για να έρθουν σε μας, ότι αφήνουν τα καπέλα, τα μπαστούνια και τις πλεξούδες τους επειδή σε εμάς δεν υπάρχουν ούτε καπέλα, ούτε μπαστούνια ούτε πλεξούδες. Τα αφήνουν και μπαίνουν ανάμεσά μας και εμείς τους μιλάμε χωρίς να γνωρίζουμε. Τους ερωτευόμαστε χωρίς να γνωρίζουμε. 
     Μπολιάζουμε τα κορμιά μας στον έρωτά τους, χωρίς να γνωρίζουμε.
      
Οι ταξιδιώτες μυρίζουν βαριά, ανοιξιάτικα λουλούδια. Θα είναι ο αφανισμός μας.