ΑΝΟΔΟΣ

Η είδηση ότι το κτίριο θα γκρεμιζόταν μεταδόθηκε σαν φλόγα που λαμπαδιάζει τα ξερά χνούδια, έπειτα τα ακέρωτα πατώματα κι έπειτα τα μαλλιά των κοριτσιών. Από τα κατώτερα επίπεδα, τόσο χαμηλά που ούτε τα νερά της βροχής δεν έφταναν και τα ρούχα βρέχονταν μόνο από την αφόρητη υγρασία των τοίχων, είχε αρχίσει ήδη να ακούγεται ο αχός του αναβρασμού, φωνές και συρσίματα και αντικείμενα που μετακινούνταν βιαστικά. 
       Οι Υπόγειοι έβγαιναν στην επιφάνεια.
    Ήταν όλες οι ηλικίες, ένα αλλόκοτο μπουλούκι, μια άναρχη και κουρελιασμένη πομπή από ανθρώπους που έσερναν στα σκαλιά τα αγκυλωμένα από την ακινησία πόδια τους, κουβαλώντας απίθανους μπόγους, θορυβώδεις και φοβισμένοι και με στήθη που σφυροκοπούσαν απ' την αγωνία.

Για τους περισσότερους από εμάς ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόμασταν επάνω. Για τους παλιούς, χρόνια μετά την κάθοδό τους στην ασφάλεια της γης, μια τρομακτική επάνοδος στο εχθρικό παρελθόν και την ανείπωτη ζωή των Πάνω.

Είχα ανέβει μόλις δύο ή τρία επίπεδα και με είχε ήδη κουράσει ο αργός ρυθμός και η δυσκολία κίνησης απ' την συνώθηση του κόσμου. Από ψηλά, 50 επίπεδα και παραπάνω, έφταναν συνέχεια νέα ή φήμες για τους πρώτους, που μετά από μέρες ανόδου είχανε φτάσει στην επιφάνεια.
    Έλεγαν πως πέθαναν φριχτά μόλις ήρθαν σε επαφή με το φως. Έλεγαν πως οι πάνω τους επιτέθηκαν και τους αφάνισαν. Έλεγαν πως οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πια σαν λεπίδες και τους μάτωναν το δέρμα.

Αλλά το κτίριο θα γκρεμιζόταν. Έπρεπε να ανέβουμε.

Μέρες μετά, όταν οι φήμες είχαν σταματήσει και η μέρα που το κτίριο θα γκρεμιζόταν είχε περάσει, ανεβαίναμε. Κάποιοι πρότειναν να γυρίσουμε πίσω, πως πια δεν είχε νόημα αφού τίποτε δεν είχε συμβεί, αλλά ήταν πια αργά γιατί ήταν αμέτρητοι εκείνοι που ανέβαιναν πίσω μας και δεν θα μπορούσαμε πια ποτέ να ξανακατέβουμε. Ανεβαίναμε. Με σκυφτά κεφάλια, κλαίγοντας, νοσταλγώντας τη ζωή στα υπόγεια, μετανιώνοντας πικρά. Ανεβαίναμε. Σκεπάζοντας τα κεφάλια μας σε περίπτωση που εμφανιστεί το πρώτο φως, τρέμοντας από τον τρόμο. Ανεβαίναμε.



Υδρόβιο

Έξω σκοτάδι και παντού κάτω νερά πιο σκοτεινά και γυαλιστερά από το φως που λείπει, νερά άγνωστα και δολερά.
Κάποτε εδώ υπήρχε ένα πηγάδι, θα πω.
Υπάρχει ένα πηγάδι, θα μου πεις, τα πηγάδια δεν χάνονται απλά τα κλείνουμε, κάτω από το πάτωμα είναι ακόμη πηγάδι.

Έξω η σκοτεινιά, θα κλείσεις το φως και θα βγούμε έξω.

Νερά άγνωστα και σκοτεινά, που γυαλίζουν μόνο λίγο πριν πατήσεις μέσα τους, έτσι που πια δεν προλαβαίνεις ν' ανακόψεις τη ρότα του ποδιού. 
Τα νερά τούτα μου θύμιζαν κάποτε στόμια υπόγειων λιμνών, θα πω, που πέφτεις μέσα τους και χάνεσαι σε υγρά πνιγερά σκοτάδια υδρόβιων λουλουδιών.

Θα βγούμε έξω, στο υγρό στενό, κουκουλωμένο απ' το ύψος των κτιρίων και την ερημωμένη σιωπή. Θα κάνω να κινήσω.
Δεν υπάρχει τίποτα, θα πεις.
Δεν κατάλαβα, θα πω, δεν κατάλαβα.
Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, πουθενά να πας, πουθενά.
Κάτι μες το σκοτάδι θα συρθεί, κάτι αόρατο θα σιμώσει.
Ήρθαν, θα πεις.
Ποιοι είναι;
Εκείνοι.
Ποιοι εκείνοι;

Εκείνοι, εκείνοι που λατρεύουν τα πηγάδια που κείτονται από κάτω, τα πηγάδια και τα σκοτεινά νερά.
Ήρθαν για να ξύσουν το τσιμέντο με τα νύχια και τα δόντια τους, να το ξηλώσουν για να ξαναβρούν το πηγάδι, το πηγάδι και το νερό και το σκότος, είναι οι μόνοι που θυμούνται το σκότος και το μαύρο νερό και πασχίζουν να μας το θυμίσουν. Είναι εκείνοι που ξέρουν κι επειδή ξέρουν δεν μπορούν να ησυχάσουν, περνούν τις νύχτες άγρυπνοι, σκεφτόμενοι υπόγεια σπηλαιώδη ποτάμια, λικνιζόμενους μίσχους φυτών και σώματα που βυθίζονται σε ανείπωτα υγρά βάραθρα.
Ήρθαν για να μας θυμίσουν το σκοτεινό πηγάδι από κάτω.
Ήρθαν να μας το δείξουν.
Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, πουθενά να πας, πουθενά.

Υετός (βροχή)

Ήταν η ώρα που τα τοπία γίνονταν τρυφερά και παράξενα ανοίκεια, καθώς το νερό γεφύρωνε τα χάσματα με τον άπιαστο ουρανό. Η ώρα των ανείπωτων, που τα θαύματα παραμόνευαν στο σκοτάδι των φθινοπωρινών ημερών. 

Ήτανε σκοτεινές οι μέρες, ευγενικά σκοτεινές, σαν τους πόθους που κακοφορμίζουν χωρίς να πεθαίνουν και μένουν σαν έρμα φάσματα να στοιχειώνουν το χρόνο με αγάπη.

Βγαίναμε έξω για να μυρίσουμε τα βότανα που καθώς λικνίζονταν από το αγέρι ή το νερό αποδέσμευαν πιο πυκνά και συμπαγή αρώματα από ποτέ, κι έπειτα για να δούμε τα λαμπερά χρώματα του πράσινου και του κεραμιδί και να χαζέψουμε τα στιλπνά μανιτάρια και τα νωχελικά σαλιγκάρια.
Βγαίναμε ακόμη για να ακούσουμε τον κηπο μας να ποτίζεται, για να βραχούμε λες και μοχθούσαμε κι εμείς μαζί του καθώς αγωνιζόταν να πετάξει τους μίσχους του, λες κι η βροχή με έναν παράξενο τρόπο μας έφερνε πίσω μια χαμένη μνήμη.
Μια μνήμη που ήξερε για μας πράγματα θαμμένα, που εμείς είχαμε για πάντα χάσει.

Βγαίναμε για να κλάψουμε. 

Τρυφερά, για όλα όσα  πληγώθηκαν και χάθηκαν, για τους χαμούς και το χώμα, αλλά και για τον χρόνο, και για το πράσινο, και για την ομορφιά.

Βγαίναμε.
Βγαίναμε έξω, στη βροχή.

λίθινο και πένθιμο

Μέσα στη βροχή τα περιγράμματα των σπιτιών μας έσβηναν τρεμουλιαστά κι εγώ περπατούσα τρέμοντας και σκεφτόμουν πως θύμιζαν δέντρα που λικνίζονται στον άνεμο ή φλόγες από πυρσούς μέσα στη νύχτα ή δάκρυα σε μάγουλα και ώμους.
     Περπατούσα με προφύλαξη κάτω από τα στενά στέγαστρα των πέτρινων σπιτιών προσπαθώντας να μην σκοντάψω σε κάποια λακκούβα που έχοντας μαζέψει στην αγκαλιά της το θολό ανακάτεμα νερού και χώματος θα παραμόνευε να ξεγελάσει το πόδι μου. Τα χόρτα και τα βότανα, ανακατωμένα απ' το ανεμοσούρι, άπλωναν παντού οσμές τόσο καθάριες και δυνατές που θύμιζαν περισσότερο γεύσεις παρά μυρωδιές.
      Όμως έπρεπε να βιαστώ κι η διαδρομή ήταν δύσκολη, γιατί η πλατεία του χωριού ήταν στο ψηλότερο σημείο του και πολύ εύκολα μπορούσες να γλιστρήσεις τις μέρες που έβρεχε. Ανεβαίνοντας όμως, αν σιγούρευες το βήμα σου και τολμούσες να στυλώσεις το βλέμμα σου προς τα πάνω, ξεπρόβαλλαν οι οξιές που εκτείνονταν μέχρι πριν τις γυμνες κορυφές των βουνών κι ήταν ένα θέαμα εκθαμβωτικό και συνάμα άγριο και θυμωμένο, με τον θυμό εκείνο που προκαλεί μονάχα η πολλή αγάπη.

Όταν έφτασα στην πλατεία τα νέα είχαν ήδη διαδοθεί.
      Έστεκαν όλοι ακίνητοι κάτω από τη βροχή και μπορούσες να νιώσεις πως εκείνο το ειπωμένο άγνωστο τυλιγόταν στο γκρι της ατμόσφαιρας και το έκανε να θεριεύει. Πίσω μου ήρθαν κι άλλοι αργοπορημένοι. Περιμέναμε.

Μόνο λίγο μετά βρήκε κάποιος το κουράγιο να μιλήσει και να μας πει για τα νέα πέρα από τους κάμπους, για τα χωριά που ερήμωναν και για εκείνους που φεύγανε για κάτι μέρη που ζούσανε πάρα πολλοί μαζί αλλά πιο εύκολα, για τα που βουνά δεν αντηχούσαν πια από ανθρώπινους ήχους, για τον κόσμο που άλλαζε και για την αλλαγή που απλωνόταν σαν αρρώστια παντού.
      "Και θα έρθει κι εδώ", είπε κάποιος.
      "Θα έρθει".

Κοίταξα πίσω μου, τον δρόμο που είχα πάρει για να φτάσω ως εκεί και τον φαντάστηκα έρμο και άδειο, με όλες του τις μυρωδιές κι όλη του τη δυσκολία, μόνο κι έρμο μέσα στο φαιό της βροχής, να ξηλώνει τις πέτρες του από αγάπη.

Τρώει τα σωθικά

Καθώς εξαφανίστηκαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου σηκώθηκε άνεμος.
     Δεν ήταν ό,τι θα περίμενες κείνη την ώρα, ήταν κάτι παράξενο και αψύ που πίκριζε και σου 'δινε την εντύπωση πως θα μπορούσε να συρθεί μέχρι βαθιά στα κόκαλά σου και να μείνει για πάντα εκεί, γοητευτικό και κακόβουλο, δημιουργώντας συνεχώς νέους δεσμούς με τα κύτταρά σου. 
     Έπειτα ήρθαν οι πρώτες σταγόνες κι η βροχή άρχισε να πέφτει με μιαν αδιάφορη, υστερόβουλη ηρεμία αναρριγώντας νωχελικά το χώμα και τα χόρτα.

Τότε καταλάβαμε πως η ώρα που για καιρό τρέμαμε είχε πια έρθει. 
     Δεν ήταν η ώρα του τέλους.
     Ήταν η ώρα που θα έφταναν εκείνοι.

Με γουρλωμένα μάτια κοιτάξαμε γύρω μας.

"Είναι στο πηγάδι!" φώναξε κάποιος πνιχτά. Κάτι ανείπωτο έγδαρε το χώμα δίπλα μας.
    Οι ανάσες μας έβγαιναν απότομα και βεβιασμένα καθώς ο τρόμος απλωνόταν με βελούδινα, σχεδόν άκακα κύματα στην κοιλάδα.



Γυρισμένες πλάτες

Ήταν πολύ πρωί, τόσο πρωί που θα 'λεγες πως ήταν λίγο πριν γεννηθεί ο κόσμος.

Τριγύρω τα βουνά κρατούσαν το πρώτο χιόνι και τη δυσπρόσιτη, τη μοναδική υπόσχεση αιωνιότητας που τα μάτια θα μπορούσαν ποτέ να αντικρίσουν.

Έξω από τα διάφανα κρύσταλλα του κυκλικού περιπτέρου μπορούσαμε να δούμε στο εσωτερικό, τις φιγούρες τους. Κάθονταν ήρεμοι και γαλήνιοι, πίνοντας κόκκινο κρασί από μεγάλα ποτήρια και συνομιλώντας με λέξεις που ακόμη κι αν ακούγαμε ίσως να μην καταλαβαίναμε.
    Είχαμε κάνει πολύ δρόμο για να φτάσουμε εκεί, ψηλά στο κρυστάλλινο περίπτερο, στην ερημιά των θεών. Κουβαλούσαμε μαζί μας τις προσφορές, μέλι και κρέας, κάποιοι μάλιστα είχαν φορτωθεί στις πλάτες τους ολόκληρο το βιος τους και τώρα τ' ακουμπούσαν λαχανιασμένοι στο παγωμένο χώμα.

Όταν ο πρώτος χτύπησε το τζάμι δειλά δεν έγινε η παραμικρή κίνηση. Δεν σάλεψε κανένα κεφάλι μέσα στο περίπτερο, ούτε τόσο. Όταν οι επόμενοι χτύπησαν πιο δυνατά, τίποτα.
    Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να εκσφενδονιστούν προς το περίπτερο τα πρώτα βάζα με τα πρόσφορα, οι πρώτες πέτρες ή οι βαλίτσες που κάποιοι έσυραν μέχρις εκεί. Σε κάθε κρούση το ψυχρό υλικό υποδεχόταν τη μανία μας αδιάφορα και με απάθεια κι έμενε άθραυστο και αλώβητο, κλείνοντας πάντα μέσα του εκείνους που η μαγευτική τους ύπαρξη μας είχε κάνει να φτάσουμε τόσο μακριά κι οποίοι συνέχιζαν εκστατικοί να πίνουν κόκκινο κρασί από τα μεγάλα ποτήρια και να συνομιλούν με λέξεις που ακόμη κι αν ακούγαμε ίσως να μην καταλαβαίναμε.
 
Πέρασαν ώρες μέχρι να καταλαγιάσει η μανία μας και να αποφασίσουμε πως είναι ώρα να φύγουμε.
    Τότε ένα κορίτσι δίπλα μου έβγαλε κάτι μωβ τετράδια, άναψε μια φωτιά στη μέση του μονοπατιού κι άρχισε να καίει τα ποιήματά της μονολογώντας. Περιμέναμε όλοι σιωπηλοί, υπομονετικά, να σβήσει και η τελευταία φλογίτσα, να ξεψυχήσει και η τελευταία ψιθυριστή λέξη και κινήσαμε.

Ήταν πολύ πρωί, τόσο πρωί που θα 'λεγες πως ήταν λίγο πριν γεννηθεί ο κόσμος.

Το σπίτι με τους στεναγμούς


Κι αφού οι στεναγμοί ξεχάστηκαν απ' όλους έγιναν λέει περικοκλάδες κι αγκάλιασαν ένα πέτρινο σπίτι σε μια πράσινη πλαγιά, πιο κοντά στην απουσία παρά σ' οτιδήποτε άλλο. Εκεί ανθίζουν και μαραίνουν τ' άνθη τους καθώς ο κόσμος περιστρέφεται καταβροχθίζοντας αέναα τον χρόνο.

Λένε πως οι πέτρες λάμπουν απ' τους χυμούς και τη γύρη και πως η μυρωδιά τριγύρω είναι η μόνη που μπορεί να σκάψει βαθιά μέσα σου, μέχρι τα τελευταία απομεινάρια κείνου που ξέχασες πια τ' όνομά του μα κάποτε το 'λεγες μέλι, κορμί, πόθο κι έρωτα δηλητηριώδη.
Λένε ακόμα πως μοναχά οι τρελοί, οι ποιητές, οι περιπλανώμενοι σαλτιμπάγκοι και οι ωρολογοποιοί πιστεύουν στ' αλήθεια πως υπάρχει. 
Πως κάποιοι απ' αυτούς ψάχνουν μέχρι που λιώνουν τα ρούχα πάνω στο κορμί τους και μένουν πιο ορφανοί και θλιμμένοι από πριν.
Πως πάντα υπάρχει κάποιος που ορκίζεται να το ανακαλύψει.

Μα είναι το σπίτι με τους στεναγμούς κι είναι επικίνδυνο.
Αν πλησιάσεις λεν, πεθαίνεις. 
Από μυρωδιά. 
Από φως. 
Από έρωτα.
Από ομορφιά.

Μα είναι το σπίτι με τους στεναγμούς. 
Απρόσιτο, θανατηφόρο κι ετοιμοθάνατο.
Όπως τα λουδούδια του κι οι λέξεις.





Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει

Έπειτα οι Γνώστες, οι Θεματοφύλακες και οι Κλειδοκράτορες του Τσίρκο γέλασαν ηχηρά και σταμάτησαν για λίγο για να κοιτάξουν τους άλλους που τους ονόμαζαν "ο κόσμος" και που ήταν περισσότεροι από αυτούς. Ένας, ο πιο φτενός και σβέλτος, σκαρφάλωσε επιδέξια και, με μια χορευτική κίνηση, μισάνοιξε το στενό πορτάκι στο πάνω μέρος της πόρτας.
"Τι γυρεύετε, άνθρωποι;" ψέλλισε συριστικά.

Έστεκαν όλοι, οι ακροβάτες,  οι ταχυδακτυλουργοί, τα τέρατα και οι τεχνίτες μέσα στη χιονοθύελλα, ακίνητοι, κοιτάζοντας άπληστα πίσω απ' τη τζαμαρία τις φλόγες στο τζάκι που έτρωγαν τον αέρα και τον εαυτό τους για να ζεστάνουν την Κεντρική Σκηνή.
Κάποιες μορφές ξεχώριζαν και πλησίασαν την πόρτα, κοιτάζοντας ψηλά, προς το άνοιγμα.
"Ήρθε η ώρα να φύγετε." είπαν.
"Ναι, πρόκειται για ανταρσία." είπαν.
"Ο κόσμος δεν σας θέλει" 

Έγινε για λίγο σιωπή. Μετά ο ήχος από άλλα πορτάκια να ανοίγουν, μετά κι άλλα πρόσωπα να εμφανίζονται. Οι αχνιστές ανάσες τους καθώς έβγαιναν απ' τα ανοίγματα της τζαμαρίας θύμιζαν πλοίο έτοιμο να αναχωρήσει για μακρινές θάλασσες.
"Και ποιος θα φροντίζει τη φωτιά;" ρώτησαν.
"Ή μήπως νομίζετε ότι χωράτε όλοι στην Κεντρική Σκηνή;" ρώτησαν
"Τι νομίζετε τέλος πάντων ότι εσείς μπορείτε να κάνετε διαφορετικό;"

"Δεν καταλάβατε" είπαν οι μορφές από τη χιονοθύελλα.
"Είμαστε απλά οι επόμενοι"
"Τώρα ο κόσμος θέλει εμάς"

Έπειτα τα πρόσωπα από τα ανοίγματα χάθηκαν και κανείς δεν τα ξανάδε ποτέ. Έπειτα η πόρτα της Κεντρικής Σκηνής άνοιξε μ' ένα απαλό τρίξιμο, μόλις μια ιδέα, ίσα για να τρυπώσουν οι μορφές μέσα.

Έπειτα η πόρτα έκλεισε κι οι Γνώστες, οι Θεματοφύλακες και οι Κλειδοκράτορες του Τσίρκο γέλασαν ηχηρά και σταμάτησαν για λίγο για να κοιτάξουν τους άλλους που τους ονόμαζαν "ο κόσμος" και που ήταν περισσότεροι από αυτούς.

Mousetrap

 

Κάθονταν απέναντι, μέσα στο μισοσκόταδο. Είχαν αποσώσει εδώ και ώρα την κουβέντα τους κι η ένταση τούς είχε αφήσει κατάκοπους.
"Δεν είναι ώρα να φύγεις;" τον ρώτησε.
"Ήρθε καινούρια διαταγή σήμερα. Θα μένω μαζί σου, εδώ στο ράντζο. Θα με αλλάζουν μέρα παρά μέρα."
Ο Άλλος ξάπλωσε, γυρίζοντάς του την πλάτη.

"Πόσος χρόνος πέρασε;" ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Τρεις μέρες. Δεν έχει έρθει κανένας για σένα."
"Θα έρθουν, τι θαρρείς; Κάποιος λόγος θα υπάρχει που καθυστέρησαν."

"Πόσες μέρες έχουμε να δούμε άλλον άνθρωπο;" ρώτησε ο Άλλος.
"Κάμποσες. Αλλά δεν θα αργήσουμε να δούμε. Και τότε θα φύγω."
Ήταν ξαπλωμένοι, ο καθένας στη γωνιά του, με τις πλάτες τους γυρισμένες. Το υγρό μισοσκόταδο χάραζε χιλιόμετρα αποστάσεις ανάμεσά τους.

"Πόσες μέρες έχουν να μας φέρουν φαγητό;"  ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Θα 'ναι πάνω από δέκα μέρες.", απάντησε ο Άλλος. "Σε ξέχασαν όλοι κι ακόμη δεν το έχεις καταλάβει! Τώρα πια είμαστε ίσοι!"
"Πάψε!" στρίγγλισε ο Δεσμοφύλακας. 
"Δεν πρόκειται να με ξεχάσουν! Άλλωστε αν ξεχάσουν εμένα θα ξεχάσουν κι εσένα! Δεν έχεις καταλάβει πως είσαι αρκετά σημαντικός για να σε ξεχάσουν; Αλλιώς δεν θα 'σουν εδώ, αλλιώς ούτε εγώ θα ήμουν εδώ."
Έπεσαν καταγής, ξέπνοοι απ' την πάλη. Έφερε το χέρι στη ζώνη, δίπλα στο όπλο του.
"Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς  πως τώρα είμαστε και οι δύο εδώ. Κι ο πιο δυνατός είμαι πάντα εγώ." 

"Θα 'λεγα πως έχουμε ολόκληρους μήνες εδώ μέσα. Πόσος χρόνος πέρασε;" ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Αρκετός ώστε να έχω πάψει να φοβάμαι."

Κάθονταν απέναντι, μέσα στο μισοσκόταδο.
"Ήρθε η ώρα, νομίζεις;" ρώτησε ο Άλλος.
"Ναι", απάντησε ο Δεσμοφύλακας απλώνοντάς του το χέρι.
"Ας φύγουμε".


Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος

Πέρα, επάνω στα σκοτεινιασμένα νέφη, μπορούσαμε να δούμε τα αχνά σώματα των ατμών καθώς υγροποιούνταν, έστεκαν λίγο μετέωρα κι έπειτα έπεφταν προς τα εμάς.
Έβρεχε.
Το νερό έγλυφε τρεμουλιαστά το γυμνό χώμα και οι πρώτες λακκούβες σχηματίστηκαν γύρω απ' τα ακίνητά μας πόδια. Σταθήκαμε μες τη βροχή, σε στάση προσοχής, ώρα πολλή. Το νερό χάιδευε τα μέτωπά μας δημιουργώντας μια προσμονή που ράγιζε τις ανάσες μας.

Έπειτα κάτι έσπασε στην ατμόσφαιρα, κάτι βαθύ και ευωδιαστό, έρωτας που χρόνιζε πάνω στις ροδιές περιμένοντας νερό και φρέσκο αγέρι. Η βροχή δυνάμωσε. Ολόγυρά μας, τα πιο βαθιά χρώματα ανέτειλαν τρυφερά. Μύρισε πράσινο χώμα, πεύκο, σύκο.

Βαθιά στη γη κάτι ανείπωτο σείστηκε απαλά σαν να γυρνούσε στο ένα πλευρό.

Έπειτα καταλάβαμε πως είχε φτάσει πια κι έπειτα ο χρόνος ανάσανε, άφησε το τραγούδι στα χείλη μας και περίμενε υπομονετικά να το φιλήσουμε...

Ο χ'μώνας κι ου χινόπωρος αντάμα τρών' και πίνουν
Κι κάλεσαν την άνοιξη να πάει να τη φιλέψουν
Κι η άνοιξη καμάρουνι-καμάρουνι δεν πάει
-Τι καμαρώνεις άνοιξη με τα λουλούδια από ‘χεις;
Εσύ έχεις ασπρολεύκαδα εγώ έχω παλικάρια
Εσύ έχεις τα τσιγκόδεντρα κι εγώ έχω τους γερόντους
Εσύ έχεις τις αγριογκορτσιές εγώ έχω τις μπαμπίτσες
Εσύ έχεις τις τριανταφυλλιές εγώ έχω τις νυφίτσες
Εσύ έχεις το βασιλικό εγώ έχω τα κοτσύφια
Εσύ έχεις τα μαυρόγιτσια, εγώ έχω τα παιδάκια
Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος και θα στα μαραγκιάσει.

Μα ήταν τα δέντρα


Ήταν η πρώτη που ξεχώρισε απ' το πλήθος και στάθηκε μπροστά τους.

Η ανάσα της έβγαινε πνιχτή καθώς προσπαθούσε να ημερέψει το στήθος της που ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα κυριευμένο από τον τρόμο. Παρ' όλα αυτά, κοίταξε ολόισια τον άνδρα με το τσεκούρι, χωρίς να βλεφαρίσει, χωρίς να δακρύσει. Τον κοίταξε ώρα προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το δικό του βλέμμα, να το δαμάσει, να το γαληνέψει, αλλά παρέμενε αγέρωχο κι εκείνος ασάλευτος. Ο άνδρας κρατούσε στο χέρι του το τσεκούρι.
Πίσω της ήταν τα δέντρα.

"Κάνε πέρα", της είπε . "Η απόφαση έχει βγει, κάνε πέρα. Τα δέντρα θα φύγουν".
"Κάνε πέρα".

Όμως εκείνη δεν ήξερε πώς να βάλει τα πόδια της, πώς να οδηγήσει το βήμα της πέρα από εκεί. 
Δεν ήξερε να βλέπει δέντρα να πέφτουν.
Ήξερε μονάχα πώς να ψάχνει προσεκτικά τα καυσόξυλα και να απομακρύνει τα έντομα για να μην καούν, πώς να φιλτράρει το νερό, πως να αφήνει τα έντομα στον ήλιο να στεγνώσουν τα φτερά τους κι έπειτα πώς να φιλτράρει προσεκτικά τα λόγια της για να μην ειπωθεί ούτε μια λέξη χωρίς να είναι απόλυτα αληθινή στην καρδιά, ούτε μια λέξη απλά ξοδεμένη ενέργεια, που αντιστοιχεί μόνο σε λέξη κι όχι σε θαύμα.

"Κάνε πέρα".
Πίσω της ήταν τα δέντρα και το πλήθος.
''Δεν μπορώ", απάντησε ακούγοντας την φωνή της να παραδέρνει πάνω στους τόνους, χωρίς να μπορεί να της επιβληθεί.
Ο πόνος την άνοιξε σαν λουλούδι που ανθίζει ανήξερο στην πύρινη κάψα του ήλιου.

Πέφτοντας άκουσε το πλήθος γύρω της να σαλεύει και να πλησιάζει, άκουσε άλλα σώματα να μπαίνουν μπροστά της, μπροστά σε 'κείνη και τα δέντρα.
Πέφτοντας άκουσε κάποιον από τους άνδρες με τα τσεκούρια να φωνάζει πως ήταν παράλογο να ρίχνονται στο θάνατο έτσι αναίτια.

"Μα ήταν τα δέντρα", σκέφτηκε πριν την αρπάξει το χώμα.

Οδηγίες Χρήσης ή Το καταφύγιο

Βεβαιώσου ότι όλα τα αιχμηρά αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί.
Κλείσε ερμητικά τα παράθυρα.
Άνοιξε προσεκτικά την πλαστική συσκευασία και αφαίρεσε τη μονωτική ταινία.
Εφάρμοσέ την παντού μέχρι να κλείσει και η παραμικρή χαραμάδα.
Ρύθμισε το χρονόμετρο στις έξι ώρες και βάλ' το να μετρά. Αντίστροφα.


Τώρα πρέπει να κοιτάξεις το σώμα δίπλα σου.
Να σκύψεις πάνω απ' τη σάρκα, στις γλυκές αναθυμιάσεις του ιδρώτα, εκεί που το θαύμα συναντά την οσμή του χώματος, της μνήμης και του χαμού. Να τις οσφρανθείς, να τις συλλέξεις σαν αρχαίος μελισσοκόμος των τελευταίων ημερών του κόσμου. 
Έπειτα  κάνε έρωτα. 
Έπειτα κλάψε. Κλάψε πολύ, πολύ και λυτρωτικά, μέχρι να αποκάμεις. Μείνε για λίγο έτσι, με τα δάκρυα, τις μυρουδιές, τον έρωτα.


Μόλις το χρονόμετρο ηχήσει, πλησίασε τη συσκευή. 
Πάτησε το κουμπί και περίμενε για πολύ λίγο. 

Αν η έκρηξη ακουστεί έξω, θα ξέρεις πως  σε λίγες ώρες θα μπορέσεις να ξεσφραγίσεις τα παράθυρα και να κοιτάξεις τις εναπομένουσες φλόγες να γλύφουν ακόμη τα ερείπια πάνω στα οποία θα φυτέψεις τον οπωρώνα σου.

Αν η έκρηξη συμβεί μέσα, δεν θα προλάβεις καν να σκεφτείς ότι η Πόλη νίκησε.

Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον χρήστη.





Θέα από προθήκη μουσείου

Η παράσταση ήταν ντανταϊστική. Μία βόμβα έσκασε. Μέσα στους καπνούς, μια γυναίκα άρχιζε να βγάζει τα ρούχα της. Λίγο πριν φανεί ο λευκός της ώμος η αυλαία έπεσε απότομα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Το κοινό, εξαγριωμένο, άρχισε τα γιουχαίσματα εκσφενδονίζοντας καθίσματα και παλιά σκουριασμένα ρολόγια. Οι ηθοποιοί έβγαλαν τη γλώσσα τους περιπαικτικά κι εξαφανίστηκαν.

Καθώς απομακρύνθηκα τρέχοντας προσπέρασα μια ομάδα Προραφαηλιτών που ανακάτευαν ηδονικά χρώματα προσπαθώντας να πετύχουν την ιδανική απόχρωση για τη νεκρή επιδερμίδα. Ξαπλωμένη μπροστά τους, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα πρόσφερε πρόθυμα τον αριστερό της βραχίονα για δείγμα. Προχώρησα.

Λίγο πιο κάτω ο θόρυβος κόπασε. Δυο μουσικοί λογομαχούσαν βουβά κραδαίνοντας απειλητικά τα δοξάρια των βιολιών τους. Πίσω από τον ένα τους, η βασιλική ορχήστρα περίμενε πειθήνια.
Προχώρησα κι άλλο. Ο διάδρομος στένευε και κατέβαινε απότομα. Το φως λιγόστευε.


Μέσα στο ημίφως τα χρώματα ξεθώριαζαν. Τα περιγράμματα στένευαν ή μεγάλωναν και η ασάφεια δεν άφηνε τα μάτια να αντιληφθούν την ύπαρξη ή όχι αντικειμένων στη χαμηλοτάβανη αίθουσα.

Ολόγυρα, αμέτρητοι ζωγράφοι με χαρτιά, καμβάδες και μουσαμάδες στα χέρια τους, πάσχιζαν απελπισμένα να αποτυπώσουν το θριαμβεύον άγνωστο.

Το χιόνι των κύκνων

"Στάθηκα στο ξύλινο κατώφλι κοιτώντας προς τη λίμνη, που θα έπρεπε ήδη να λαμποκοπά στο πρωινό καλοκαιρινό φως.
Χιόνιζε αργά, λες και κάποιος είχε αποφασίσει πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να απορροφηθεί η ασφυκτική ένταση του σκοταδιού που λάξευε νέα περιγράμματα στα γνώριμα πράγματα.
Έμεινα για λίγο εκεί, σαστίζοντας και αναριγώντας στο θέαμα του πηχτού σκότους.
Φύσηξε ένα αλλόκοτο αεράκι φορτωμένο μυρωδιά ζώου και γλυκερής ζέστης.

Κοίταξα ψηλά μόνο για να καταλάβω πως στην πραγματικότητα δεν χιόνιζε.
Ήταν οι κύκνοι.

Οι πελώριοι κύκνοι πετάριζαν μανιασμένοι γύρω απ' τα δέντρα σηκώνοντας αέρα και δημιουργώντας στροβιλισμούς λευκών πούπουλων τα οποία στη συνέχεια έπεφταν με λικνισμούς, μοιραία τραβηγμένα απ' την πελώρια δύναμη που οι κάτοχοί τους μπορούσαν να αψηφούν.
Θα περνούσαν χρόνια μέχρι να μάθουμε πως το πετάρισμα εκείνο δεν ήταν μονάχα αποχαιρετισμός. Ήτανε κάλεσμα.

Από τότε πέρασαν χρόνια.
Το φως γύρισε. 
Οι κύκνοι ποτέ."

Νικώντας τον χαμένο χρόνο

Ο πόθος ερχόταν με το δροσερό νερό που ίδρωνε τα κρύσταλλα των ποτηριών, μούσκευε τα δάχτυλά μας κι αγκάλιαζε τις λάμες των μαχαιριών στο τραπέζι.

Τα δάχτυλα μας πάσχιζαν να εκτελέσουν απαρέγκλιτα τις προκαθορισμένες κινήσεις, αποφεύγοντας ν' αγγίξουν μάγουλα και τρέμοντας στο βάρος της μυρωμένης μνήμης που πετροβολούσε Καλοκαίρι.

Καθώς ο χρόνος άπλωνε ράθυμα τ' αραβουργήματά του στα φλογισμένα μάγουλά μας, κοιταχτήκαμε σιωπηλοί.

Σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Ήτανε Μάης.
Κάπου μακριά ένα φτερό γλάρου έπεσε αναριγώντας νωχελικά την επιφάνεια του νερού.

Σηκώσαμε τα μπατζάκια, τα φουστάνια μας και κοιτάξαμε τα κατάλευκα, άσπιλα πια πόδια μας. 
Ήταν Απρίλης.
Ξεκινήσαμε.

Λίγο πριν το γόνατο μας ματώσει και πάλι τρυφερά, λίγο πριν οι ανάσες μας κοπούν ξανά μέχρι λιγοθυμίας από έρωτα, είχαμε φτάσει στον προηγούμενο Αύγουστο.


Από τότε ερωτευόμασταν και ματώναμε στις πέτρες συνέχεια καθώς ο νικημένος χρόνος επέστρεφε ολοένα προς το φως.

Το βάρος της δαντέλας

Όταν εκείνοι που δεν τη γνώριζαν τη ρωτούσαν το όνομά της, απαντούσε:
"Μια μέρα θα το κρεμάσω στα δέντρα".

Έπλεκε, όπως πάντα, μέχρι το σούρουπο.
Έπλεκε στο μεγάλο ανατολικό δωμάτιο που ήταν πια καλυμμένο από πάνω ως κάτω με δαντέλες, δαντέλες που μαλάκωναν το φως και το αντανακλούσαν καταυγάζοντας το χώρο το καλοκαίρι και πολλαπλασιάζοντας το λιγοστό φως το χειμώνα.
Έπλεκε ασταμάτητα, καταληπτικά. Τα δάχτυλα έμπλεκαν και ξέμπλεκαν τα νήματα φυλακίζοντάς τα στο γάντζο του τσιγκελιού, στριφογυρνώντας τα  χορευτικά και μετασχηματίζοντάς τα στην τελική μορφή της δαντέλας, στο συμπαγές συναίσθημα που έφερνε στο νου τις μέρες των ξεχασμένων θαυματοποιών.
Ήταν μέρες που η ψυχή της βασανιζόνταν από κάποιον παλιό, παραμελημένο πόνο που την έσπρωχνε να διαλέγει πιο βαριά νήματα από ό,τι συνήθως. Κείνες τις μέρες οι δαντέλες έπεφταν βαρύτιμες γύρω από τα γόνατά της, πριν τις κρεμάσει, σαν να μούσκευαν από την υγρή θλίψη.

Ήταν πια χρόνια που κανείς δεν αγόραζε τις δαντέλες της, όσο κι αν ο κόσμος συγκεντρωνόταν συχνά γύρω απ' το σπίτι για να κοιτάξει το παράξενο πλάσμα. Ήταν πια χρόνια που οι δαντέλες αγοράζονταν έτοιμες και συσκευασμένες από μεγάλα κτίρια στις μακρινές πόλεις. Και καθώς η μια χρονιά διαδεχόταν την άλλη, οι μέρες που οι δαντέλες βάραιναν όλο και πλήθαιναν.
Κάθε που βράδιαζε τριγυρνούσε στον σκοτεινό πορτοκαλεώνα και κρεμούσε τις δαντέλες στα κλαδιά.  


Είχαν περάσει μέρες που δεν την είχε δει κανείς, όταν αποφάσισαν να περάσουν το φράχτη για να την ψάξουν.
Οι πορτοκαλιές ήταν φορτωμένες γινωμένους καρπούς που μαζί με τις δαντέλες που κυμάτιζαν στο πρωινό αεράκι αστραποβολούσαν θριαμβικά.
Έψαξαν το σπίτι, μάταια.
Ώρες αργότερα, ανακάλυψαν πως κάτω από μια από τις δαντέλες του πορτοκαλεώνα υπήρχε στην πραγματικότητα εκείνη.

Το βαρύ δαντελένιο της φόρεμά έμενε ακίνητο, αλώβητο απ' τον αέρα.

Αγρυπνία

Το απαλό τρέμουλο των κεριών λίκνιζε χορευτικά τις σκιές στις γνώριμες γωνίες των τοίχων και των επίπλων. Έβλεπα τα πρόσωπα γύρω μου να φωτίζονται κι έπειτα να βουτούν πάλι στο σκοτάδι φανερώνοντας μια διαφορετική πτυχή τους κάθε φορά, σαν να περνούσανε γρήγορα τις φάσεις της αινιγματικής σελήνης, ετερόφωτα όχι απ' τον ήλιο, μα απ' τα υγρά σχεδόν σώματα των φλογών.

Κοίταξα τις γυναίκες γύρω μου. Τα σώματα και οι φωνές τους κουβαλούσανε μια παλιά ξεχασμένη οικειότητα από τα παιδικά μου χρόνια, που έκανε το δέρμα μου να αναριγεί σαν να γδερνότανε στο χώμα, που μου έφερνε στα ρουθούνια ζωντανή μυρωδιά χόρτου, ξύλου και ανθισμένου λιγούστρου.
Όταν το βλέμμα μου διασταυρωνόταν με κάποιο άλλο, το χαμήλωνα απότομα. Δεν ήθελα να κοιτάξω καμία στα μάτια.
Κοίταζα μόνο στο κέντρο του δωματίου. Μύριζε κομμένα, πεθαμένα λουλούδια.
Οι γυναίκες γύρω μου μιλούσαν για τα καινούρια κεριά παραφίνης, για το πόσο διαφορετικά μύριζαν και το πώς μαύριζαν τους τοίχους, για τον καλύτερο τρόπο να τα σβήνεις, σε άμμο ή σε νερό και για τις ελιές που δεν έδεναν καρπό εκείνη τη χρονιά.
Έπινα αργά το νερό από το ποτήρι που κρατούσα στο χέρι μου και τις άκουγα σιωπηλή. 

Τότε συνειδητοποίησα πως από την αυλή ακουγόταν ένας οξύς ήχος κλαδιών που σέρνονταν πάνω στις πλάκες, ο γνώριμος   ήχος που έκανε η αυτοσχέδια σκούπα της από θυμαριά, τότε που σάρωνε πεισματικά τους καρπούς και τα φύλλα του λιγούστρου απ' την αυλή, "σωτήριο δέντρο, η σκιά του μας έσωσε, αλλά αυτά τα φύλλα παιδάκι μου..."

Γύρισα και κοίταξα τις φίλες της. Δεν σάλεψαν. Μονάχα μία τους με κοίταξε με παραπονεμένα μάτια.
"Ησύχασε", μου είπε.
"Ησύχασε", αλλά δεν ήξερα αν αναφερόταν σε μένα ή σε εκείνη, στο κέντρο του δωματίου.
Μια άλλη σηκώθηκε, και άναψε ένα καινούριο κερί δίπλα στο άλλο που σιγόσβηνε. 
Μύρισε μέλι.
Ο ήχος έγινε δυνατότερος.

Σηκώθηκα. Πλησίασα στο κέντρο κι ακούμπησα το ποτήρι με το νερό δίπλα της.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Η αναμπουμπούλα θάμπωνε τη διαύγεια της παγωμένης νύχτας και δεν μου ήταν εύκολο να δω πρόσωπο.
Έκανα ένα βήμα μπροστά, μα σταμάτησα.
Η απροσδιόριστη φιγούρα κρατούσε τη σκούπα σφιχτά και σάρωνε πυρετικά την αυλή δημιουργώντας μια δίνη από χώμα, φύλλα και καρπούς. Έξαφνα σταμάτησε.
Καθώς το νέφος καταλάγιαζε συνειδητοποίησα πως δεν ήταν πια εκεί και πως όλη εκείνη την ώρα δεν σάρωνε τα φύλλα του λιγούστρου μα ολόκληρη την αυλή, την αυλή της, ξηλώνοντας τις πλάκες, ξεπατώνοντας τις τριανταφυλλιές, τους υάκινθους και τη μουσμουλιά, αφήνοντας πίσω τους μόνο ξερό χώμα και απουσία.

Αφήνοντας ένα σπίτι μοναχό καταμεσής του τίποτα, με ένα λιγούστρο και μια αυτοσχέδια σκούπα από θυμαριά ακουμπισμένη στον κορμό του.
Γύρισα και μπήκα στο σπίτι. Οι γυναίκες, χωρίς να έχουν αντιληφθεί κάτι, δάκρυζαν σιωπηλές.

Το ποτήρι δίπλα της είχε αδειάσει.



Ατσάκιστα βιβλία

Τιτιβίσματα, τριξίματα κλαδιών, σύρσιμο στο χώμα κι ύστερα ψιθυριστές, αβέβαιες καλημέρες.
Το δάσος ξυπνούσε μαζί μας.
   Καθώς είχα ήδη βγει από την κρυψώνα μου, μπορούσα να δω κι άλλους να βγαίνουν σταδιακά από τις δικές τους, με τις αβέβαιες και συγκεχυμένες φιγούρες τους να τρεμοπαίζουν στην ασάφεια του αδύναμου πρωινού.
   Έκανε κρύο, που σου περόνιαζε τα κόκαλα, που δεν θύμιζε σε τίποτα άνοιξη, Μάη.
   Ψελλίζαμε χαιρετισμούς ο ένας στον άλλον με τα μάτια στραμμένα αλλού, σαν να μην είχαμε κοιταχτεί ποτέ, σαν να μην είχαμε ποτέ υπάρξει χαμογελαστοί, εγκάρδιοι, ξέγνοιαστοι κι αγνώμονες.

Λίγο πιο πέρα, στο λιβάδι, οι νεραντζιές ανθοφορούσαν πεισματικά. Το άρωμά έφτανε σε κύματα καθώς το ήπιο αεράκι παρέσερνε κάθε τόσο τα ονειρικά μόριά του, μέσα στους ρινικούς αισθητήρες μας κι έπειτα βαθιά στη μνήμη. Βαθιά στη μνήμη κι από εκεί στα μέλη που έτρεμαν, στο στήθος και στη φωνή μέσα μας που έλεγε πως αφού υπήρχε εκείνο το άρωμα τίποτε από όλα όσα είχαν συμβεί πρόσφατα δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια.
   Από μακριά ακούστηκαν ήχοι μηχανών που στρίγγλιζαν.
   "Κι όμως, είναι αλήθεια", είπαμε στους εαυτούς μας.
   "Είναι αλήθεια", επαναλάβαμε.

Πέρα στο λόφο, εμφανίστηκαν τα παιδιά.
    Με μαύρα ρούχα και  αγριεμένες φωνές, ούρλιαζαν σέρνοντας πίσω τους κάποια άλλα, λίγο μικρότερα και λίγο πιο φοβισμένα. Όρμησαν στο λιβάδι τσακίζοντας με τις μπότες τους τ' αγριολούλουδα, ενώ κραδαίνοντας μεγάλα κλαδευτήρια σάρωναν τ' άνθη και τις φωλιές των πουλιών από τις νεραντζιές.
   Λίγο αργότερα πίσω τους φάνηκαν οι μπουλντόζες. Τις χειροκρότησαν κι έπειτα στράφηκαν προς το μέρος μας, με μάτια που κουρέλιαζαν ακόμη και τ' άνθη δίπλα στα πόδια μας.
"Υποχώρηση!" 'ακουσα μια φωνή δίπλα μου.
Δεν προλάβαμε να τρέξουμε παρά ελάχιστα μέτρα πίσω, πέρα από το δάσος, όταν ανακαλύψαμε πως ήταν πια αργά. 

Ήμασταν πια περικυκλωμένοι από μεγάλες μπουλντόζες, κατευθυνόμενες από λίγο μεγαλύτερα παιδιά που τραγουδούσαν κοφτά και καμαρωτά πίσω από τα τιμόνια. Στις πελώριες φαγάνες τους είχαν φορτώσει σωρούς μπάζα. Τι έστρεψαν προς το μέρος μας και πλησίασαν.
Πλησίασαν περισσότερο.
Μόνο όταν οι πρώτες μπουλντόζες άρχισαν να αδειάζουν το φορτίο τους πάνω μας συνειδητοποιήσαμε πως αυτό που κουβαλούσαν δεν ήτανε μπάζα.
Ήταν βιβλία.

Σωροί ολόκληροι αμέτρητων, απίθανων βιβλίων που έπεφταν πάνω μας ολοκαίνουρια, κάποια ακόμη με το πλαστικό περιτύλιγμά τους, αλλά πάντως όλα αδιάβαστα, ατσάκιστα, χωρίς να έχουν ανοιχθεί, αγκαλιαστεί, αγαπηθεί.
  Κάπου ψηλά, τα παιδιά ούρλιαζαν εντολές και συνθήματα.
  Πέφτοντας αγκάλιασα ένα βιβλίο.

Ψίθυροι του κυρίου Κ.

Είχε λίγο περισσότερο καπνό απ' όσο έπρεπε.
Μύριζε λίγο περισσότερο αλκοόλ απ' όσο έπρεπε.
Το λιγοστό φως μαλάκωνε πάνω στις επιφάνειες καθώς οι απεγνωσμένες νότες του σαξόφωνου έσκαγαν ανυπεράσπιστες πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Απ' το ταβάνι έσταζαν αργά φαντάσματα.
Σιωπηλοί, με το κεφάλι μας γερμένο προς το τραπέζι, δεν τα βλέπαμε. Μονάχα το παιδί σηκωνόταν που και που, βουτούσε τα χέρια του στη λιμνούλα που σχημάτιζαν στο πάτωμα, έπινε λίγο κι επέστρεφε στη γωνιά του.

Η αυλαία τραβήχτηκε και φάνηκε η γυναίκα φίδι. Η γυναίκα αράχνη. Η γυναίκα ύαινα. Τραγούδησε με φωνή που εξάτμισε το αλκοόλ απ' τα ποτήρια μας και ξεχείλωσε τις νάυλον κάλτσες των γυναικών, μέχρι που έπεσαν κάτω απ' τα γόνατά τους. Έπειτα κατέβηκε απ' το πάλκο λικνίζοντας με ηδυπάθεια το ισχνό της σώμα.
Το παιδί που έπινε φαντάσματα ήρθε και στάθηκε δίπλα της, αφήνοντας έναν πνιχτό, τυφλό βρυχηθμό. Προχώρησε ανάμεσά μας καθώς η γυναίκα επέστρεφε στο πάλκο. Μύρισε αίμα.

Νομίζω πως έσκυψε στη γυναίκα δίπλα μου. Νομίζω πως έσκυψε στον άντρα μπροστά μου. Νομίζω πως έσκυψε στο αυτί μου. Έσκυψε στον σαξοφωνίστα. Έσκυψε στο σκυλί. Έσκυψε στα φαντάσματα.

Αλλά μπορεί και να μην έκανε τίποτε από όλα αυτά. 
Είχαμε τα κεφάλια μας γερμένα στα τραπέζια και δεν βλέπαμε. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε, να τα στηρίξουμε στους αδύναμους λαιμούς μας. Είχε περάσει πια πολύς καιρός που για μας δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά τα χέρια, τα τραπέζια, τα ποτήρια μας. Η υποψία ενός παιδιού.
Κι ένας απροσδιόριστος ψίθυρος στ' αυτιά μας, μια φράση ανοίκεια και γνώριμη και καυτερή σαν άστρο που πυρακτώνεται θριαμβικά για να πεθάνει:
"Gerade ich muss länger leben als die Gewalt"*



* Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία

Οι καρέκλες στον κάμπο

Όλος ο κάμπος αντηχούσε τον τραχύ ήχο του ξύλου που γδέρνεται.

 Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής και οι λατρευτικές εικόνες είχαν αγγιχθεί, είχαν φιληθεί κι είχαν κρεμαστεί στις πασχαλιές μια ολόκληρη νύχτα για τα πουλιά και τα έντομα. Γονατισμένα σε μεγάλες λινάτσες που είχαν στρώσει στο χώμα, τα παιδιά έξυναν ευλαβικά τις σαραβαλιασμένες επιφάνειές τους. Μόλις τελείωναν με την καθεμία σηκώνονταν και την πετούσανε στην μεγάλη φωτιά. Έπειτα μάζευαν προσεκτικά τα κουρελιασμένα χρώματα, τα φιλούσαν και τα έριχναν στο καζάνι όπου έλιωναν για να μπουν στις καινούριες εικόνες.
Οι εικόνες άλλαζαν, κάθε φορά. Τα ιερά χρώματα ποτέ.
Απόλυτα αφοσιωμένα, τα παιδιά μάζευαν και το παραμικρό απομεινάρι.
Τα χρώματα δεν έπρεπε να αγγίξουν χώμα.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Οι καρέκλες είχαν στηθεί πάνω στο χορτάρι. Καθίσαμε.
Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Τον κοίταξα.
Το ξύλο της τριανταφυλλιάς που καιγόταν κεντούσε στον αέρα  έρωτα ανοιξιάτικο, δριμύ, θανατερό.
Τον κοίταζα προσπαθώντας να ελέγξω την ανάσα μου, να διώξω την εικόνα του απ' το μυαλό μου και να αποσύρω τη σκέψη μου σε μια σκοτεινή γωνιά, μέχρι να περάσουν οι ώρες.
Έτσι γινόταν πάντα. Τα παιδιά ξαναζωντάνευαν τα χρώματα κι εμείς καθόμασταν αντίκρυ, ώσπου να νυχτώσει. Τότε μονάχα μπορούσαμε να σαλέψουμε.
Ο επιτηρητής κοιτούσε.

Τον κοιτούσα πάντα. Καθόταν ασάλευτος. Ο χρόνος σκάλωσε, κύλησε στα μαλλιά και κόλλησε στα δάκτυλά μου. Τα έσφιξα, προσπαθώντας να κατευνάσω τον πόθο. Δίπλα μου ακούστηκε ο πρώτος αναστεναγμός.

Τα παιδιά έξυναν τα ιερά χρώματα, η φωτιά κατάκαιγε την χρησιμοποιημένη λατρεία κι η άνοιξη καταύγαζε με φως που έκανε τη σάρκα να λάμπει κι από μέσα.
Σχεδόν ξέπνοοι απ' τη λαχτάρα, κοιταζόμασταν.

Ήταν η τελευταία μέρα της μεγάλης γιορτής κι ο έρωτας πορφύριζε νικηφόρα, σαν φρέσκο τραύμα.



Ο κόσμος χαλούσε από μέσα

Κρατούσε έναν ασημένιο δίσκο με φύλλα ελιάς τα οποία μοίραζε χαμογελώντας στους παρευρισκόμενους. Εκείνοι έχωναν τα δάκτυλά τους στο σωρό, άρπαζαν μερικά και τα καταβρόχθιζαν μασώντας τα ελάχιστα. Έπειτα έφτυναν, στο χώμα.
Έφτασε μπροστά μου. Με κοίταξε, με το βαθύ εκείνο βλέμμα που μ’ έγδερνε ως κάτω από τα ρούχα, στο λευκό μου δέρμα. Τον αντικοίταξα, ακίνητη. Προσπέρασε.
Ήξερε, όπως κι εγώ, ότι ούτε αυτή τη φορά θα άπλωνα το χέρι.

Οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν τις θέσεις τους ανάμεσα στους ροζιασμένους κορμούς των δέντρων έτσι ώστε να σχηματίζουν έναν ελλειψοειδή σχηματισμό γύρω από το μέρος που σε λίγη ώρα θα απλώναμε τον μεγάλο χάρτη του Κόσμου. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι, άοσμο κι αποστερημένο από οποιαδήποτε δόνηση συναισθήματος.
Κανονικά, οι ελιές θα έπρεπε να είχαν ήδη πετάξει τα καλυκόσχημα ανθάκια τους, λευκά σαν το χιόνι και τη μνήμη κάθε νιογέννητης άνοιξης. Κανονικά, ο αέρας θα έπρεπε να ρέει μυρωμένος. Μόνο που για ακόμη μία φορά, δεν υπήρχε τίποτα.
Οι ελιές πέθαιναν. 
Δεν μπορούσα να θυμηθώ πόσες φορές είχα ζήσει σχεδόν το ίδιο πράγμα, με ελάχιστες παραλλαγές, από τότε που ήμουνα παιδί. Ξεκινούσαμε πάντα από έναν ετοιμοθάνατο ελαιώνα, μασώντας τα τελευταία πράσινα φύλλα. Καιρό μετά, καταλήγαμε στην ίδια κατάσταση.
Στάθηκαν στο κέντρο κι άπλωσαν τον χάρτη. Με δάκτυλα και κομμάτια ξύλων μας εξήγησαν την πορεία που θα παίρναμε, αναζητώντας καλύτερη τύχη για άλλη μια φορά καθώς ο θάνατος και το κακό μας κυνηγούσαν, καθώς ο κόσμος είχε πάρει να χαλάει από μέσα κι εμείς έπρεπε να αλλάζουμε διαρκώς μέρη κυνηγώντας τα τελευταία σκιρτήματα ζωής των πάντων.
Κοίταξα εκείνον κι ύστερα τους κοίταξα όλους μια γύρα, τόσο αφοσιωμένους, τόσο δοσμένους στην αποστολή και στον αγώνα τους, που η αύρα τους θαρρείς άστραφτε και λαμποκοπούσε από το κουράγιο και τη δικαιοσύνη. Έκανα να μιλήσω, μα σταμάτησα.
 
Μόνο τους κοίταξα ασάλευτη, μην τολμώντας να σπάσω την ιερατική σιωπή, για άλλη μια φορά ανίκανη να τους πω πως σε εκείνον τον ετοιμοθάνατο ελαιώνα δεν στεκόμασταν πρώτη φορά, πως γυρίζαμε ολοένα στο ίδιο μέρος, πως ο χάρτης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια πλάνη και πως δεν πέθαιναν τα δέντρα μα τα σκοτώναμε εμείς ξανά και ξανά, κάθε τόσο. Πως ο κόσμος δεν χαλούσε από μέσα, μα από εμάς τους ίδιους και πως ακόμη κι οι έρωτές μας ήταν απάτες, γιατί αν δεν μπορείς να ερωτευτείς τα δέντρα δεν μπορείς να ερωτευτείς κανέναν, ποτέ.
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρούσα την ανάσα του να ανεβοκατεβάζει το στήθος του. Ένιωσα να αδειάζω ολόκληρη.
«Μπορεί να ‘μαι κι εγώ δέντρο», είπα.
 Δεν με άκουσε, με κοίταξε απορημένος.
Ολόγυρα οι ελιές πέθαιναν σκοτώνοντας χρώματα, οσμές και μνήμη.

Το Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή

Στην πλατεία του χωριού το πλήθος ολοένα και πύκνωνε. Ήρθαμε και σταθήκαμε στο κέντρο της με την ανυπομονησία να γρονθοκοπά τις ανάσες μας και να μουσκεύει το κρυφό εσωτερικό των σφιγμένων δακτύλων μας.  Ήμασταν καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια, με τις επίσημες στακτοπράσινες στολές μας, ήταν η Μεγάλη Γιορτή Της Άνοιξης κι ήταν η χρονιά μας. Η χρονιά και η άνοιξη της ενηλικίωσής μας, που θα μπορούσαμε επιτέλους να βγούμε έξω από τα όρια της πόλης για να πάρουμε μέρος στο Κυνήγι Του Κρυμμένου Ποιητή.
Στην εξέδρα, κάποιος σάλεψε και πήρε τη θέση του.

Πρώτα συναντήσαμε το λιβάδι.
Τρέξαμε βίαια στα πράσινα ακόμη στάχυα παραμερίζοντάς τα με τα χέρια μας, πέφτοντας συχνά στο χώμα, γδέρνοντας τα πόδια μας και φωνάζοντας δυνατά τον Ποιητή. Το ασυλλόγιστο ποδοπάτημά μας σήκωσε στην ατμόσφαιρα μια φρέσκια μυρωδιά πρασινάδας που τρύπωσε και γαργάλησε άγρια τα οσφρητικά νεύρα μας. Σταθήκαμε, κοιταχτήκαμε και ξεσπάσαμε σε ξέφρενα γέλια, σαν μικρά παιδιά. Τότε ακούστηκε το ρυάκι.
Τρέξαμε προς την πηγή του κελαρυστού ήχου για να ανακαλύψουμε ένα μικρό άλσος να φύεται ολόγυρά του, γεμάτο κέδρους και πεύκα. Κοντά στους κορμούς φύτρωναν μικρά σκουρόχρωμα μανιτάρια, ενώ στις όχθες του αμέτρητα χρώματα ξεπηδούσαν από τα εύθραυστα πέταλα λιγνόμισχων αγριολούλουδων. Ξεχυθήκαμε στις κατάφυτες όχθες του. Μετακινήσαμε μεγάλα βράχια, σκαρφαλώσαμε σε δέντρα και τρέξαμε μέχρι που μείναμε ξέπνοοι. Όταν σταματήσαμε τα δάχτυλά μας ήταν βαμμένα απ’ τη γύρη,  τα γόνατά μας από χώμα και πράσινο, ενώ στα μαλλιά μας μπλέκονταν φύλλα, κλαδιά και ανθάκια. Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Ξέραμε πια πως δεν υπήρχε λόγος να μείνουμε άλλο εκεί.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Έπειτα φτάσαμε στη θάλασσα.
Βουτήξαμε τα χέρια μας στην άμμο και σκάψαμε, πηδήξαμε πάνω από αρμυρίκια και βράχια, χωθήκαμε στις σπηλιές και φωνάξαμε τον Ποιητή στα θαλασσοπούλια και τα περαστικά βαρκάκια.
Βουτήξαμε νιώθοντας το νερό να υποχωρεί παραχωρητικά στην ορμή του κορμιού μας, παραμερίσαμε συστάδες φυκιών και ανεβοκατεβήκαμε μικρούς γκρεμούς, θαυμάζοντας τα χρώματα και στις στιλπνές φιγούρες των ξαφνιασμένων υδρόβιων κοπαδιών. Ανεβήκαμε πάλι στην επιφάνεια και ξαπλωθήκαμε κατάκοποι στον φλοίσβο, εκεί που η ελαφριά κίνηση του νερού έκανε την άμμο ν’ ανασαίνει. Κοιταχτήκαμε και πάλι, ανάμεσα απ’ την αρμύρα του προσώπου και των μαλλιών μας. Αυτή τη φορά μας πήρε λιγότερο χρόνο να το καταλάβουμε.
Το μέρος εκείνο δεν είχε ανάγκη από Ποιητή.

Όταν φτάσαμε στο επόμενο κόντευε σούρουπο.
Δεν μας ήταν εύκολο να διακρίνουμε διαστάσεις και περιγράμματα, μα νιώσαμε  τη γλυκερή και οξεία μυρωδιά που πότιζε τον αέρα και θύμιζε μέταλλο κι αίμα. Ο όγκος ενός κτιρίου σταμάτησε το βλέμμα μας. Κάποιοι γλιστρήσαμε μέσα αθόρυβα και φοβισμένα, άλλοι πιο θαρραλέα, όμως κανένας μας δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να διαβάσει την ταμπέλα που κρεμόταν ξεχαρβαλωμένη στην είσοδό του.
Βρισκόμασταν στο σφαγείο της πόλης.
Περιπλανηθήκαμε λίγη ώρα ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους. Η μυρωδιά που όλο και δυνάμωνε έδενε τα στομάχια μας κόμπο και μας ζάλιζε. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να φωνάξει.Δεν ξέρω ποιος το είδε πρώτος, μα μια σκιά σάλεψε κάπου στο βάθος. Πλησιάσαμε με προφύλαξη και δισταγμό καθώς ο αέρας γινόταν αποπνικτικότερος, φορτωμένος αγνό, απόλυτο κι αιματηρό τρόμο.
Νομίζω πως στα χέρια του κρατούσε ένα κουφάρι από ένα απροσδιόριστο ζώο. Νομίζω πως έκλαιγε. Κάποιοι άλλοι λένε πως τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Άλλοι πως έκλαιγε πάντα, αλλά δεν έχυνε δάκρυα.

Ο Ποιητής, σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε.

Το ενυδρείο και η άνοιξη

«Να φιλάς το χορτάρι την άνοιξη», είπε.
«Όχι το σώμα. Το σώμα την άνοιξη είναι εύθραυστο όπως οι μνήμες του ονείρου. Ακαθόριστο.
Πολλαπλασιάζει τους απόηχους της νύχτας και τις συμβάσεις του αμφιβληστροειδή,
ξεγελά τον επινοημένο χρόνο κι ανθεί όπως ανθούν τα υδρόβια φυτά∙ γεννώντας μονάχα σκοτάδι.
Η άνοιξη είναι στο χορτάρι».

Έπειτα για λίγο έγινε σιωπή.
Το χώμα ανάσαινε μια μυρωδιά ζεστής και υγρής προσμονής που παρασυρόταν απ’ το ελάχιστο αεράκι και μπέρδευε νωχελικά τις άτακτες μπούκλες μου. Οι κάλυκες των αγριολούλουδων εκπυρσοκροτούσαν συναίσθημα, θαύμα και πόθο.
Είχα μόλις πλύνει τους πληθυντικούς μου και τους είχα κρεμάσει στην ανθισμένη δαμασκηνιά όπου περίμεναν υπομονετικά να στραγγίξουν για να μπορέσω να τους χρησιμοποιήσω.
Πλησίασε. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.            

Ηλεκτρικές εκκενώσεις διέσχισαν τις αποστάσεις επιστρέφοντας τις ματιές στις πηγές τους. Στράφηκα  προς αυτόν για να τον κοιτάξω ολόκληρο καθώς με πλησίαζε, λαμπρός και εξιλεωμένος. Φρόντισα να κρύβω επιμελημένα πίσω μου το ενυδρείο και το αριστερό μου χέρι.

Έκλεισε τα μάτια. Ακούμπησα τα χείλη μου στην απαλή κατωφέρεια του ώμου.
Αλλά με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, χάιδευα ηδονικά τα μαύρα νούφαρα και τις στιλπνές, πεινασμένες σμέρνες.

«Όχι το σώμα».

Ο Χρόνος και η Πόλη

Η χιονισμένη πλατεία ανάσαινε στους ρυθμούς της γιορτής. Ολόγυρα ένα σωρό βαρέλια άναβαν δαιμονικά σε μια προσπάθεια των κατοίκων να ζεστάνουν το παγωμένο βράδυ, ενώ το κυκλικό σώμα του χορού στριφογύριζε μανιασμένα ακροβατώντας ανάμεσα στον ίλιγγο και την έκσταση που πολλαπλασίαζε το κρασί και ο παγετός. Στο τραπέζι που έζωνε ένα γύρω όλο τον άδειο χώρο εμπρός από το δημαρχείο δεν καθόμασταν παρά ελάχιστα άτομα πια, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι που οι δυνάμεις τους είχανε πάψει πια να τους συντροφεύουν, μα είχαν βρει το κουράγιο να περάσουν τα κατώφλια τους για να παρευρεθούν στην μεγάλη αποκάλυψη του καινούριου ρολογιού της πόλης. Άλλωστε οι περισσότεροι από εμας την περιμέναμε μήνες, με μια εφηβική σχεδόν ανυπομονησία που θύμιζε πείσμα και παιδικά όνειρα.
     Πήγα και κάθισα δίπλα στον ωρολογοποιό. Είχε σκύψει ακουμπώντας το πρόσωπο στα χέρια του, κατάκοπος προφανώς από τους τελευταίους μήνες εντατικής δουλειάς. Ακούμπησα το χέρι απαλά στον ώμο του για να δω αν κοιμάται. Σάλεψε και ανασηκώθηκε αργά.
Καθώς το πρόσωπό του αναδυόταν απ’ το σκοτάδι και εμφάνιζε τα γνώριμα χαρακτηριστικά του δεν μπόρεσα να μην προσέξω την τρομερή, βαθιά αλλαγή. Ίσως ήταν ο τρόπος που με κοίταξε. Ίσως που τα μάτια του φάνηκαν σαν να είχαν αποτραβηχτεί στις κόγχες. Πισωπάτησα.
      «Να μην φοβάσαι εμένα», είπε. Έπειτα αρπάζοντάς με από το χέρι, με μια σχεδόν υπερφυσική δύναμη και ορμή, με τράβηξε παραδίπλα, σε μια πιο σκοτεινή γωνιά και άρχισε να μου μιλά ακατάληπτα.
      Μου είπε για το πώς, καθώς έφτιαχνε το μεγάλο ρολόι, την ώρα που τελείωνε τον μηχανισμό του είχε μπορέσει να δει τον ίδιο τον Χρόνο και πίσω από αυτόν, είχε δει τους δείκτες να λιώνουν και να αναδομούνται σε καθαρή ενέργεια κι έπειτα να χάνονται στον αέρα. Μου είπε πως ο χρόνος δεν υπάρχει, πως δεν είναι τίποτε άλλο από μια παγίδα, μια φυλακή και πως ο ίδιος τόσα χρόνια ήταν άθελά του ο δεσμοφύλακας όλων μας. «Εδώ», είπε χώνοντάς μου το εγχειρίδιο με τις οδηγίες κατασκευής στο χέρι. «Εδώ είναι όλες οι απαντήσεις».
      Έπειτα με παράτησε εκεί στη γωνιά, όρμησε στο μαγαζί του που έστεκε δίπλα στο δημαρχείο και, πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε, συνέθλιψε όλα τα ρολόγια με κομμάτια ξύλα ή με τα χέρια του. Ο θόρυβος σταμάτησε τη μουσική και τον χορό. Οι γονείς έκρυψαν τα παιδιά τους τρομαγμένοι ενώ κάποιοι όρμησαν προσπαθώντας να τον σταματήσουν, μα εκείνος ξέφυγε αφού ολοκλήρωσε το έργο του και χάθηκε μια για πάντα.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και η πόλη συνεχίζει να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται ξεχνώντας και θάβοντας βαθιά στο δέρμα της φόβους και γεγονότα που κανείς δεν θέλει ή δεν αντέχει να θυμάται. Το ωρολογοποιείο είναι τώρα δικό μου και μετά από χρόνια μελέτης των σημειώσεων του Ωρολογοποιού κατάφερα να τελειοποιήσω την τεχνική μου στην κατασκευή των λεπτεπίλεπτων κι εύθραυστων μηχανισμών. Μέσα από τις γυάλινες προθήκες του μαγαζιού μου παρακολουθώ καμιά φορά τους συμπολίτες μου να περπατάνε βιαστικοί στη βροχή ή τον ήλιο, δοσμένοι στις σκέψεις και στον εαυτό τους. Κάποτε μου φαίνονται παράξενα απόντες, σαν φάσματα σε μια πόλη νεκρή και άδεια από τον εαυτό της. Κείνες τις μέρες δυσκολεύομαι να δουλέψω, γιατί τα περιγράμματα των εξαρτημάτων μου φαίνονται ασαφή και ρευστά κι οι δείκτες μοιάζουν να τρεμοπαίζουν κυματίζοντας.
Τότε θυμάμαι τον παλιό μου φίλο, τον Ωρολογοποιό, μα η σκέψη του με κάνει να αισθάνομαι ανήσυχα και άβολα, κι έτσι κλείνω το εγχειρίδιό του και βγαίνω έξω, για να κοιτάξω στην πρόσοψη του δημαρχείου το τελευταίο του ρολόι και να σιγουρευτώ για ακόμη μια φορά πως ο χρόνος είναι πάντα εδώ.

Οι τελευταίες μέρες ενός άστρου

Ήταν ήρεμες οι μέρες μας. Μοιρασμένες ανάμεσα στην ήσυχη κανονικότητα της δουλειάς, των αναγκαίων μετακινήσεων και του απαραίτητου φαγητού, μουδιασμένες από την τακτικότητα και την επανάληψη, έσπαγαν τα σώματά τους πάνω στα ημερολόγιά μας χωρίς ποτέ ν’ αλλάζουν τίποτε. Τις παρακολουθούσαμε αμέτοχοι κι αδιαμαρτύρητοι σαν τ’ αναγκαίο κακό που μας είχε ορίσει η ζωή, σαν πάθημα κληρονομημένης αμαρτίας που ‘πρεπε απλά να το υπομείνεις, δεν μπορούσες να τ’ αποτινάξεις από πάνω σου, να τ’ αποκηρύξεις.
      Ήτανε ήρεμες οι μέρες μας. Όταν συναντιόμασταν στο δρόμο χαιρετιόμασταν γρήγορα και κοφτά, σαν να μην ήμασταν εμείς, εκούσιοι απόντες από τα σώματά μας, διαρκώς αναχωρώντας μα ποτέ αφιχθέντες, αιώνια πικραμένοι του ήλιου και παραπονούμενοι της αυγής.
           
Μόνο τις νύχτες επιστρέφαμε. Γιατί ήταν τις νύχτες που κατεβαίναμε στα λιμάνια, ανεβαίναμε στις σκεπές ή ξαπλώναμε στα σκοτεινά λιβάδια μας για να καθρεφτίσουμε τα πρόσωπά μας στον πορφυρό ουρανό. Είχαμε πάντα κάτι καινούριο να μάθουμε, υπήρχε πάντα κάποια ανακοίνωση για έναν καινούριο αστερισμό, την αλλαγή της ρότας ενός κομήτη ή την ανακάλυψη ενός άλλου γαλαξία. Ενθουσιασμένοι και κάθε φορά πιο έκθαμβοι από ποτέ παρακολουθούσαμε εκστατικά τις φανταστικές λάμψεις να δυναμώνουν, να φθίνουν και να μετασχηματίζονται αλλάζοντας διαρκώς το σώμα του απέραντου κενού που απλωνόταν λαμπρό κι αδιάφορο από πάνω μας.
      Μόνο τις νύχτες επιστρέφαμε. Η σπάνια προνομιακή θέση του πλανήτη μας προσέφερε μοναδική οπτική σε αναρίθμητα ουράνια σώματα  και το εκμεταλλευόμασταν στο έπακρο. Καθισμένοι στη ράχη του πιο φωτεινού άστρου του γαλαξία, μακαρίζαμε τους εαυτούς μας που είχαμε ευτυχήσει να γεννηθούμε εκεί από οπουδήποτε αλλού, εκεί όπου οι νύχτες θύμιζαν ατέρμονες βόλτες σε απέραντα θαυματοπωλεία.

Τη νύχτα εκείνη, αφού είχαμε πληροφορηθεί για την σπειροειδή πορεία ενός κομήτη και τις αστρικές καταιγίδες που προκαλούσε στο πέρασμά του, το μεγάλο δέντρο στο λιμάνι έπιασε φωτιά. Για μια στιγμή τα πάντα σίγησαν. Έπειτα ο γαλαξίας και οι θέσεις των άστρων τρεμόπαιξαν παράξενα.
      Οι ειδικοί χρειάστηκαν μόνο λίγες ώρες για να ανακαλύψουν πως όλα εκείνα τα χρόνια που είχαμε στυλώσει τα μάτια μας εμμονικά στο κενό χωρίς ν' αναρωτιόμαστε, ταξιδεύαμε στην πλάτη ενός ετοιμοθάνατου άστρου.
      Λίγο αργότερα οι πλανήτες και τα νεφελώματα ρίγησαν, λικνίστηκαν και αναφλέχθηκαν ραίνοντάς μας με υπέρλαμπρες σταγόνες φωτιάς.
      Έπειτα ο ουρανός όρμηξε καταπάνω μας.

Καθώς θα αποσύρεται...

Το παντοδύναμο μεσημέρι λίκνιζε με ηδυπάθεια την άπνοη ύπαρξή του πάνω και γύρω απ’ τα ακίνητα νερά της πρασινωπής λίμνης. Παντού σιγαλιά κι ακινησία. Το σώμα της ξάπλωνε στη χλοόσπαρτη όχθη παραιτημένο απ’ όλα εκτός απ’ την ελάχιστη ανάσα του, ενώ παντού τριγύρω ένας ροδόχρωμος ελαφρύς πόθος λίγωνε περισσότερο την αποπνικτική θερμότητα της ώρας. Είχε αποκάμει διασχίζοντας τον μακρύ δρόμο προς τα εκεί, κι έπειτα ψάχνοντας  το φιδωτό μονοπάτι που οδηγούσε στη λίμνη. Έξαφνα ένας απροσδιόριστος ήχος απ’ την άλλη μεριά της όχθης την έκανε να τρανταχτεί, στιγμιαία. Καθώς οι μαλακοί μύες τρεμούλιασαν σαν ημερεμένο κύμα πάνω στην άμμο, η επιδερμίδα ένιωσε ένα απαλό αεράκι να ανασηκώνει γλυκά το χνούδι του βραχίονα και να εξατμίζει τις ελάχιστες σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν νωχελικά. Επέστρεψε στην ακινησία κι έκλεισε τα μάτια. Χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε τώρα την αλλόκοτη υποψία ενός ελαφριού γαργαλητού που κολυμπούσε άλλοτε προς το στήθος κι άλλοτε τυλιγόταν ηδονικά γύρω από τις λαγόνες. Αφήνοντάς τo να την νανουρίσει, κοιμήθηκε.
            Όταν άνοιξε τα μάτια η κίνηση της γης είχε ήδη απομακρύνει τη λίμνη απ’ την αδηφάγα επίδραση του ήλιου κι είχε φέρει κοντύτερα στην ώρα το απόγευμα. Ανάσανε βαθιά. Μπορούσε τώρα να μυρίσει τα μέχρι πριν λίγο στραγγαλισμένα από τη ζέστη αρώματα γύρω της. Το νοτισμένο χώμα στην όχθη της λίμνης, ανάκατο με την πράσινη στασιμότητα των χαμηλών βράχων. Τη βαριά λιπαρή οσμή των νούφαρων ανακατεμένη με την πρώτη υποψία της βραδινής δροσιάς. Έκανε να γυρίσει το κεφάλι, να κοιτάξει προς τη λίμνη, μα δεν μπόρεσε. Κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού της το πράσινο πλάτωμα όπου είχε ακουμπήσει ώρες πριν το μάγουλό της είδε πως τα κοκκινωπά μαλλιά της δεν υπήρχαν πια, στη θέση τους μόνο χορτάρι στο ίδιο χρώμα, στο ίδιο σχήμα που τα είχε αφήσει προτύτερα να ακουμπήσουν, μόνο που ενωνόταν πάντα με το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια απότομα. Δεν ήταν σίγουρη πια ότι μπορούσε ακόμη να κουνά να πόδια της. Ένιωθε πάντα την προηγούμενη ηδονική αίσθηση να σέρνεται πάνω τους, όχι μονάχα γύρω τους, μα μέσα, να διατρέχει τα οστά και τις κλειδώσεις τους αφήνοντάς την κατάκοπη από μια κόπωση γλυκών ονείρων και ναρκωμένων αναμνήσεων. Έμεινε λίγο έτσι, αφουγκραζόμενη. Οι μυρωδιές κι οι ανεπαίσθητοι ήχοι ήταν εκεί. Το σώμα της, μεταβαλλόμενο, ήταν εκεί. Μια κλιμακούμενη αλλόκοσμη ευτυχία την παρέσερνε πάλι στον ύπνο.
            Πριν ακόμη ανοίξει και πάλι τα μάτια ήξερε πως το ευγενικό τοπίο δεν είχε πάψει να ρουφά την απροσδιόριστη πια ύπαρξή της. Ανάσανε και πάλι βαθιά, μέσα απ’ τη γη κι ίσως όχι μόνο από αυτή, χαϊδεύοντάς την με τα χωμάτινα χέρια της καθώς έβλεπε τα πρώτα αστέρια να εμφανίζονται στο θριαμβευτικό στερέωμα. Οι μυρωδιές δεν ήταν πια τόσο ξεκάθαρες όσο πριν, παρά ενώθηκαν σε μια απόλυτη και διαρκώς διαφορετική μυρωδιά των πάντων, δική της και ξένη, σωτήρια και τελεσίδικη. Μη γνωρίζοντας πού είναι τα μέλη της κι όμως νιώθοντάς τα να πλέουν ζωντανά στην αχλή μιας πρωτόγνωρης ύπαρξης αποτελούμενης από αρίφνητες εκκενώσεις ομορφιάς, δάκρυσε ή μπορεί και να ένιωσε απλά  μια σταγόνα βραδινής δροσιάς στο σάρκινο ακόμη μάγουλό της.
           
Λίγη ώρα μετά ένας ελαφρύς αναστεναγμός πλημμύρισε εκστατικά το τοπίο. Κράτησε όσο ένα αναφιλητό ή ένα γέλιο που πνίγεται απότομα. Ο βελούδινος παφλασμός του τράνταξε τα νερά της λίμνης, σηκώνοντας ένα σύννεφο μικροσκοπικών σταγονιδίων που ταξίδεψαν μέχρι την όχθη, ραντίζοντας με τα εφήμερα σώματά τους τις κοκκινοπράσινες όχθες, βυθίζοντας τη μνήμη στα χθόνια μέρη της κι επιστρέφοντας τον χώρο στον εαυτό του.
           

Την ημέρα εκείνη

Για πολύ καιρό περιμέναμε εκείνο το πρωί. Βδομάδες ακόμη πριν, ήταν το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμασταν πριν κοιμηθούμε και το πρώτο αφού είχαμε ξυπνήσει. Δεν μιλούσαμε φυσικά γι’ αυτό, ποτέ και σε κανέναν. Κοιτάζαμε την οικογένειά μας, τους φίλους, τους συναδέλφους με την άκρη του ματιού μας κι αναρωτιόμασταν πυρετικά: «Θα είναι κι αυτός; Άραγε το αποφάσισε;». Κείνες τις στιγμές η φλογισμένη αναστάτωση στο στήθος μας υψωνόταν θριαμβευτική, τόσο που έπρεπε να κρύβουμε τα χέρια μας κάτω απ’ τα τραπέζια και τα γραφεία μας για να μην φανερώσουμε το τρέμουλο που τα τράνταζε άθελά μας.
      Ο μεγάλος χρόνος αναμονής έκανε σιγά σιγά τη μέρα εκείνη να φαντάζει απρόσιτη και ουτοπική, σαν έναν φανταστικό τόπο που απλώς είχαμε σκεφτεί έντονα κι ακούραστα, χωρίς ωστόσο να τον αγκαλιάσει ποτέ η τρυφερή υλοποίηση ενός πραγματικού χάρτη.
           
Μόλις είχε πάρει να χαράζει όταν βγήκα στο δρόμο. Το πρωινό ήταν ψυχρό κι η ατμόσφαιρα είχε τη διαύγεια του κρυσταλλωμένου πάγου. Τίποτε δεν φαινόταν διαφορετικό από τις άλλες μέρες, κι όμως όλα ήταν.
      Γιατί τώρα μπορούσα να τους δω από παντού να ξεφυτρώνουν, χωμένοι στα μπουφάν και τα κασκόλ τους, προσηλωμένοι σε τίποτα περισσότερο από το βήμα τους. Ήτανε σαν κι εμένα, κάποιους μάλιστα τους έβλεπα καθημερινά, άνθρωποι που μέσα στην παγερή ανυπαρξία του πρωινού πήγαιναν στις δουλειές τους.
      Μόνο που εκείνη την μέρα κανείς δεν μας σταμάτησε εκεί που σταματούσε κάθε φορά. Σκυφτοί κι αμίλητοι προσπεράσαμε τα κτίρια όπου εργαζόμασταν και συνεχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το κέντρο της πόλης, όπου έδρευε το κυβερνητικό μέγαρο. Σκυφτοί και αμίλητοι κι όμως τα κεφάλια μας έκαιγαν σαν να είχαμε πυρετό και τα χέρια μας έτρεμαν ιδρωμένα στις τσέπες μας παρ’ όλο το ψύχος.
      Λίγο πριν τη γέφυρα που θα μας έβγαζε μπροστά στο κτίριο ήμασταν ήδη αρκετοί, μια αλλόκοτη πορεία αμίλητων ανθρώπων που αυξανόταν ασταμάτητα και βάδιζε κουρδισμένα προς το ποτάμι. Φτάσαμε εμπρός στη γέφυρα. Δεν ήταν πια εκεί. Το γιατί το ξέραμε όλοι.

Μόνο η μανία που μας κατέλαβε μετά θα ήταν δυνατή να μας κάνει ικανούς για όσα ακολούθησαν έπειτα. Ουρλιάζοντας, βοηθώντας και προτρέποντας ο ένας τον άλλον καταφέραμε να δημιουργήσουμε αυτοσχέδια περάσματα και σχεδίες, να περάσουμε το ποτάμι και να φτάσουμε μπροστά στο τεράστιο γκριζωπό κτίριο.Οι πρώτες σειρήνες έφτασαν στα αυτιά μας. Δεν είχαμε πολύ χρόνο.
      Κραυγές από παντού απαιτούσαν να γίνει εισβολή στο κτίριο κι ήτανε πια φανερό πως η δύναμη του εξαγριωμένου πλήθους μπορούσε να σαρώσει τα πάντα. Έβλεπα από μακριά όσους είχανε φτάσει να ορμάνε με δύναμη στην βαριά σιδερένια πόρτα και να την ανοίγουν σπάζοντας τις κλειδαριές. Πίσω τα κρατικά οχήματα πλησίαζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται απότομα τραντάζοντας το στήθος μου. Μπροστά μου όσοι είχαν περάσει την πόρτα μας καλούσαν με σπασμωδικές χειρονομίες να βιαστούμε. Μάζεψα όλα τα απομεινάρια δύναμης που βρήκα στο καταπονημένο σώμα μου κι έτρεξα πιο γρήγορα. Πρέπει να ήμουν από τους τελευταίους, γιατί κοιτάζοντας πίσω μου είδα πως οι πρώτοι μαυροφορεμένοι άντρες κατευθύνονταν ήδη προς το μέρος μας.
      «Κλείστε την πόρτα!» φώναξα προς το εσωτερικό της αρχικής αίθουσας, γυρίζοντας την πλάτη μου στην πόρτα. «Φέρτε τις κλειδαριές!» συμπλήρωσε κάποιος.

Μόνο που τότε ένας οξύς ήχος πίσω μου με έκανε να σταματήσω. Κοίταξα το πλήθος απέναντί μου να κοιτά προς το μέρος μου, πίσω και πάνω από μένα, στην είσοδο. Ο ήχος ήταν αργός, συριστικός, μεταλλικά ανυπόφορος. Η ανάσα μου κόπηκε. Η σκέψη μου φωτίστηκε. Ένα χέρι με έπιασε από τον ώμο. Ένας λυγμός ακούστηκε πίσω μου. Η λέξη "παγίδα" δαγκώθηκε από κάποιον. Το βλέμμα μιας γυναίκας έξυσε το δέρμα μου.

Γυρίζοντας πρόλαβα μόνο να δω την τελευταία χαραμάδα φωτός πριν η πόρτα κλείσει ορμητικά κι ακουστούν δυσοίωνες οι αλυσίδες και οι κοφτές κινήσεις των χεριών που την ασφάλιζαν από την έξω μεριά, για πάντα...
      Έπειτα το σκοτάδι δονήθηκε κι εγκαταστάθηκε παντού.

"Εις το φως της ημέρας" Κ.Π.Καβάφης

...Mόλις όμως με επήρεν ο ύπνος με συνέβη έν περίεργον. Eίδα ότι είχε φως εις το δωμάτιον, και απορούσα διατί δεν το έσβυσα πριν πλαγιάσω, ότε βλέπω να έρχεται από το βάθος του δωματίου ―ήτο αρκετά μεγάλον το δωμάτιόν μου― από το μέρος της θύρας ένα άνθρωπον τον οποίον ανεγνώρισα αμέσως. Eφορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα και το ίδιο παλαιό ψάθινο καπέλλο. Aλλ’ εφαίνετο δυσαρεστημένος, και με είπε· "Σε επερίμενα το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4 εις το καφενείον. Διατί δεν ήλθες; Σε προτείνω να σε κάμω την τύχην σου και δεν σπεύδεις; Θα σε περιμένω και πάλιν εις το καφενείον σήμερον το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4. Kαι να έλθης χωρίς άλλο”. Έπειτα εξηφανίσθη ως την άλλην φοράν." Aλλά τώρα εξύπνησα με τρόμον. Tο δωμάτιον ήτο σκοτεινόν. Ήναψα το φως. Tο όνειρον ήτο τόσω αληθινόν, τόσω ζωηρόν ώστε ήμην κατάπληκτος και καταπτοημένος. Eίχα την αδυναμίαν να υπάγω, να υπάγω να ίδω εάν η θύρα ήτο κλειδωμένη. Ήτο κλειδωμένη ως πάντοτε. Eίδα το ωρολόγιον· ήτο η ώρα 3½. Eίχα πλαγιάσει εις τας 3. 
__________________________________________________________________________________

...Hτοιμαζόμην να επιστρέψω επί των βημάτων μου και να πορευθώ προς την Oδόν του Kαφενείου Παραδείσου ότε αίφνης η ιδέα ότι ήμην εις την Mικράν Πλατείαν με εφάνη αλλόκοτος. Eρώτησα τον εαυτόν μου διατί και ενθυμήθην το όνειρόν μου. “Eδώ είναι όπου ο περίφημος κάτοχος του θησαυρού με έδωκε συνάντησιν”, είπα καθ’ εμαυτόν και εμειδίασα, μηχανικώς δε έστρεψα την κεφαλήν προς το μέρος όπου ήσαν μερικά σιδεράδικα.
     Φρίκη! Eκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. H πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Aκούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Tα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Kαι με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί. Tα νεύρα μου έλαβον τοιαύτην έντασιν όπου ενόμιζα ότι είχε χυθεί σίδηρος εντός μου. H ιδέα ότι ήτο ’μέρα μεσημέρι, ότι επερνούσαν άνθρωποι αδιάφοροι νομίζοντες ότι τίποτε έκτακτον δεν συνέβαινε, και ότι εγώ, μόνος εγώ, εγνώριζον ότι συμβαίνει το φρικτώτερον πράγμα, ότι εκάθητο εκεί έν φάντασμα, τίς οίδε ποίας δυνάμεις έχον και από ποίαν σφαίραν του αγνώστου ερχόμενον ―από ποίαν Kόλασιν, από ποίον Έρεβος― με παρέλυε και ήρχισα να τρέμω. Tο φάντασμα δεν εσήκωνε το βλέμμα από επάνω μου. Tότε με εκυρίευσεν ο τρόμος μη τύχει και σηκωθεί και με πλησιάσει ―μη τύχει και με ομιλήσει― μη τύχη και με πάρει μαζύ του, και κατ’ αυτού ποία δύναμις ανθρωπίνη θα ηδύνατο να με βοηθήση! Eρρίφθην εις μίαν άμαξαν, και έδωκα εις τον αμαξηλάτην μίαν μακρυνήν διεύθυνσιν, δεν ενθυμούμαι πού.