Lampyridae

Τότε ήρθε Εκείνος και στάθηκε μπροστά μας.

Άπλωσε το χέρι του και άνοιξε την πληγή μας τόσο τελεσίδικα που ο ανείπωτος πόνος μάς έκανε να λάμψουμε.

Οι άνθρωποι περνούσαν, μας έδειχναν κι έλεγαν: "Δείτε, πυγολαμπίδες".
"Δείτε", έλεγαν οι άνθρωποι, "πυγολαμπίδες".
Μας έδειχναν κι έλεγαν: "Πυγολαμπίδες".

Αλλά εμείς γελούσαμε, λάμπαμε, σφαδάζαμε κι αγαπούσαμε.

Χέρι με χώματα


Το χέρι μου.
     Αυτό σκέφτηκα την πρώτη φορά που τον είδα.
    Ότι ήθελα να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου. Αλλα να το διαβάσει έτσι όπως ήταν, λερωμένο απ' τα χώματα καθώς σκάλιζα τον κήπο μου.

Περνούσε απ' το φράχτη και θύμιζε αρμύρα απο περασμένους καιρούς. Αρμύρα θυμωμένη και γλυκιά, με τη γλύκα του θανατερού έρωτα.

Εκείνος ερχόταν, έτσι κι αλλιώς, απ' τους κόσμους που είχαν πεθάνει πριν από τον δικό μου, που σε λίγο θα χανόταν κι αυτός. Θα χανόταν πριν καν μεγαλώσουν τα λουλούδια που φύτευα.

Εκείνος στάθηκε και κοίταξε. Στάθηκε και με κοίταξε να φυτεύω στο χώμα που πέθαινε αθόρυβα αλλά θριαμβευτικά, λες και γιόρταζε. Με κοίταξε και δεν μίλησε. Με κοίταξε κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως μύριζε αρμύρα και πως ήθελα να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου.

Το χέρι μου, λερωμένο με χώματα. Το χέρι μου, από χώμα.

Και τότε άκουσα, ορκίζομαι πως άκουσα μέσα απ' το χώμα, βαθιά μέσα απ' το χώμα, μέσα απ' το χέρι μου, την αγάπη. Από τους κόσμους που πέθαιναν, την αγάπη.

Κι ήθελα μόνο να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου.