Ξεχειμώνιασμα ΙΙ


Οι σταγόνες πέφτουν μία-μία, σαν να ξεχάστηκαν. Σαν να αφαιρέθηκαν εκεί πάνω, στα νέφη. Σαν να κοιμήθηκαν μέσα στο νερό τους και ξαφνικά να ξύπνησαν.
    Πέφτουν μία-μία.

Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο πια. Οι μουσικοί ανεβοκατεβάζουν τα δοξάρια -τα χέρια τους- λες και μαστιγώνουν κάτι αόρατο. Τα πόδια των χορευτών ματώνουν τις πέτρες στην προσπάθειά τους να κρατήσουν τα βήματα. Η γιορτή δεν αντέχει άλλο, θέλει να τελειώσει, έστω και μόνη της.
     Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο πια.

Ξέρουμε πως αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα- το ξέρουμε, όλοι το ξέρουν. Ξέρουμε πως θα έρθουν τα πουλιά και η άνοιξη και ο έρωτας. Το φως που θα διαθλάται στα νερά σε χιλιάδες πιστολιές. Οι γλυκιές μυρωδιές, τα μάγουλα που θα κρύβουν μόνο χαμόγελα και η μουσική. Θα έρθουν, το ξέρουμε. Τα ξέρουμε όλα αυτά. Ζούμε το τέλος.
     Μόνο που δεν μας μένει πια τι άλλο να κάνουμε μέχρι εκεί.

Θα προσευχηθούμε στις πασχαλιές, θα ματώσουμε λίγο ακόμη τη φτέρνα μας, θα κοιτάξουμε για λίγο ακόμη τη βροχή. 
     Και θα συνεχίσουμε πάντα να μην έχουμε ποτέ, να μην ξέρουμε ποτέ τι άλλο να κάνουμε.