Ιστορίες αγάπης (ΙΙΙ)

Κάποτε περπατήσαμε εδώ, όταν κρατούσαμε το χέρι εκείνο που καταύγαζε τις μέρες και τις έπλενε με ασήμι.
     Κρατούσαμε ένα χέρι και λέγαμε: να ο μεγάλος έρωτας.

Κι όταν ο έρωτας κόπηκε, τότε μόνο καταλάβαμε γιατί παλιά οι σπλαχνικοί θεοί μεταμόρφωναν τους πληγωμένους σε δέντρα, πουλιά ή ουράνια σώματα.

Εμείς, μη μπορώντας να λάμψουμε, ν' ανθίσουμε ή να πετάξουμε, ξεχάσαμε.

Κι όσο ο χρόνος διέβρωνε τη μνήμη,
     κι όσο η αγάπη πάσχιζε να τη διατηρήσει,
     χάσαμε την εικόνα του Άλλου, μάς ξεθώριασε. Και ξεθωριάσαμε κι εμείς στη θύμησή του.

Πάψαμε να είμαστε άνθρωποι, γίναμε ο ένας ο μύθος του άλλου.

Γίναμε μύθοι.



Ιστορίες για το τέλος

Ήτανε λέει η τελευταία ημέρα του κόσμου, όχι η τελευταία πριν το χάος, η τελευταία πριν τον επόμενο.

Περιμέναμε στο λιμάνι τα πλοία που είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα, μεγάλα και σκοτεινά, με φουγάρα τόσο ψηλά που τα έκαναν να μοιάζουν σαν πύργοι κάποιας φανταστικής, απίθανης πολιτείας.
     Ήτανε μέρες που κάποιοι από εμάς είχαμε ετοιμάσει τα υπάρχοντα μας με ανυπομονησία, μέρες που άλλοι ούρλιαζαν στα ραδιόφωνα από φόβο εκτοξεύοντας κινδύνους και απειλές, που άλλοι σώπαιναν, άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι έτρεμαν. 

     Ο κόσμος τελείωνε και ένας επόμενος άρχιζε.

Στο δημαρχείο της πόλης το σύστημα των ρολογιών που έθετε τα πάντα σε κίνηση είχε ήδη αρχίσει να ξεχαρβαλώνεται, τεράστια γρανάζια έπεφταν κάθε τόσο από δω κι από κει κι έπρεπε να προσεχείς πολύ, πολύ όταν πλησίαζες το σημείο εκείνο. Οι πελώριοι γυαλιστεροί δείκτες γυρνούσαν όλο και δυσκολότερα και ήταν φανερό πως δεν θα περνούσε πια πολύ ώρα μέχρι κάποιος από αυτούς να πέσει εντελώς στο έδαφος, συμπαρασύροντας τα πάντα στο τελεσίδικο λιώσιμό τους.

Τα πλοία πλησίαζαν, οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, πώς θα ήταν ο επόμενος, έλεγαν, ίσως και να μην είχε καθόλου ρολόγια, ίσως και να δούλευε με φως ή με αέρα, ίσως και να μπορούμε να πετάμε ή να κάνουμε κάτι άλλο που ως τα τώρα δεν μπορούσαμε,
     κι αν, αν έλεγαν κάποιοι δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει τελικά επόμενος;

Επειτα όλα έγιναν γρήγορα, τα ρολόγια γκρεμίστηκαν, τα πλοία έφθασαν, φύγαμε, είδαμε να πέφτει μια μαύρη, λασπώδης βροχη, είδαμε απο μακριά τον άλλο, τον επόμενο κοσμο, ακούσαμε το σύστημα των ρολογιών του να μπαίνει σε λειτουργία, πατήσαμε το χώμα του και πήραμε τον δρόμο για το σπίτι μας.