Πλανήτης

Όταν είχαν περάσει πια οι μέρες και όλοι είχαμε καταλάβει ότι αφού οι πομποί δεν λειτουργούσαν δεν θα μας έβρισκε ποτέ κανείς, βγήκαμε έξω.

Βάλαμε στην άκρη τους χάρτες και τις θεωρίες για το πού μπορεί να είχαμε συντριβεί και ελέγξαμε τα μέλη μας, αν είχαν πάψει όλα να πονούν από την πρόσκρουση. Αποθηκεύσαμε το ημερολόγιο καταστρώματος και μαζευτήκαμε στη γέφυρα για να δούμε τον Μηχανικό να ακυρώνει τη σφράγγιση του σκάφους. Κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε τίποτα και ξέραμε ότι είχε έρθει η ώρα.
    Ακούσαμε τις αλυσίδες και τα παξιμάδια της πόρτας να τρίζουν. Σηκώσαμε το χέρι μας να καλυφθούμε από το φως. Μυρίσαμε τον αέρα, που έφερνε μια γλυκιά, ξινή φρεσκάδα και πηδήξαμε.

Πηδήξαμε στο χώμα, αλλά το χώμα δεν ήταν εκεί.

Παραδέρνουμε μέρες μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα άγριων κλαδιών, χωρίς να μπορούμε πια να πούμε προς τα πού ήταν κάποτε ο ουρανός και προς τα πού θα επρεπε να ειναι το χώμα. Οι πληγές μας κλείνουν και ανοίγουν συνεχεια, σαν λουλούδια. Κάτω από το δέρμα μας έχουν πια παγιδευτεί φύλλα και μικρά κομμάτια ξύλου. Φωνάζουμε τους άλλους, προσπαθούμε να προχωράμε μαζί, κάποιοι έχουν μείνει πίσω, κάποιοι χάθηκαν ήδη.

Προσπαθούμε να μένουμε μαζί, αλλά κάποιοι λένε ότι δεν θα βρούμε το χώμα, ότι εδώ που πέσαμε δεν υπάρχει χώμα. Δυο απο αυτούς τους σκότωσαν. Το βράδυ μας κοιτάζουν παράξενα πλάσματα, τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι. Σκαρφαλώνουμε, προχωράμε, μένουμε μαζί και βλέπουμε μονο κλαδιά, κλαδιά, κλαδιά.