Ιστορίες που φυλούσαν για την πιο κρύα νύχτα (ΙΙ)

"Η φωτιά", έλεγαν, "Η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει."
     Κρατήστε τη φωτιά. Φέρτε κι άλλα βιβλία."

Καίγαμε τα βιβλία για να ζεσταθούμε.
     Καίγαμε τα βιβλία για να τιμήσουμε την υλικότητά τους, εκείνη την ποιότητα που είχε τόσο υποτιμηθεί και πληγωθεί κι ας ήταν η πιο ειλικρινής, η πιο παρούσα διάσταση που είχανε ποτέ.
     Καίγαμε τα βιβλία για να τα αγαπήσουμε.

Είχε περάσει καιρός που οι φωνές είχαν κοπάσει κι όσοι θρηνούσαν το χαμό τους είχαν καταλάβει κι εκείνοι πως η φωτιά ήταν ο μοναδικός τρόπος να εκπληρώσουν την άυλη και τη χωμάτινη, τη θαυμαστή αποστολή τους.  Πως οι σελίδες τους έτσι κι αλλιώς κουβαλούσανε από πάντα τη φωτιά, την πυκνωμένη νόηση που μεταλλασσόταν σε ύλη, φέρνοντας τη μαγεία πάλι πίσω στο νερό, στον αέρα και στα δέντρα.
     Και πως τα βιβλία και τα σώματα και τα δέντρα και οι φλόγες είχανε πολλούς προορισμούς και πως ένας ήταν και αυτός: να λιώσουνε μαζί γιορτάζοντας τους κόσμους που πεθαίνουν κι επιστρέφοντας το χρόνο στο τρέμουλο, το ακράγγιγμα και το θαύμα.
     Κι από όταν το καταλάβαμε αυτό τα βιβλία έπαψαν να καίγονται αλλά συνέχισαν να θρέφουν τη φωτιά.

Καίγαμε τα βιβλία και καθόμασταν γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούμε.

Καθόμασταν γύρω από τη φωτιά  και γράφαμε βιβλία.

    

Ιστορίες που φυλούσαν για την πιο κρύα νύχτα (I)


Περνούσαμε τα βουνά. Κάτω από λευκούς, απέραντους, νεφελώδεις ουρανούς που έλεγες πως μας συρρίκνωναν και πολλαπλασίαζαν την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε, πως απομάκρυναν την επόμενη πλαγιά, την κοντινή κορυφή.
     Περνούσαμε τα βουνά κι έλεγες πως το δέος μάς έκανε ολοένα μικρότερους.

Περπατούσαμε άλλοτε με απόφαση κι άλλοτε με απελπισία. Κάτω από σκοτεινούς, φθαρμένους ουρανούς που έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα έριχναν καταπάνω μας όλη τους τη σκοτεινιά σε μια μοναδική, σαρωτική έκρηξη. Σκοτεινιά από ύλη κι όχι από αγέρα, σκοτεινιά που αν μας έφτανε θα μας σκέπαζε για πάντα στη τρομακτική θαλπωρή της, σκοτεινιά που αν τη γλιτώναμε δεν θα γνωρίζαμε ποτέ μα ποτέ την αλλόκοτη χαρά που σε διαπερνά και σε σκάβει και σε πονά και σε σαλεύει. 
     Περπατούσαμε κι έλεγες πως ο τρόμος μάς έκανε πιο αργούς και πιο όμορφους.

Περνούσαμε τα βουνά κι εκείνα κάποτε τελείωσαν. Τέλειωσαν οι ουρανοί κι όταν σταθήκαμε για λίγο οι δρόμοι πίσω μας πήραν φωτιά.
     Κοιτούσαμε τους δρόμους που μας είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί να φλέγονται ενώ το στόμα μας  πυρπολούσε, ανασαίνοντας για πρώτη φορά, η λέξη αγάπη.

Τυφλόμυγα

"Θα ανοίξεις αυτή την πόρτα και θα μπεις", μου είπε.
     "Μην με κοιτάζεις, δεν θα σου πω κάτι άλλο.
     Απλά άνοιξε την πόρτα και μπες.

Ναι, είναι σκοτάδι, τι περίμενες; Είναι σκοτάδι κι είναι απόλυτο, όχι από αυτό που σιγά σιγά αρχίζεις να βλέπεις περιγράμματα και χρώματα και φως, αλλά από αυτό που δεν συνηθίζεται. Ποτέ.
     Δεν θα το συνηθίσεις, θα το ξεχάσεις. Σε λίγο καιρό δεν θα βλέπεις καν το σκοτάδι, θα 'ναι απλά σαν να τυφλώθηκες. Σαν να ζεις στον ίδιο κόσμο όπως πριν, απλά χωρίς την όρασή σου. Θα δεις, θα γίνει πιο γρήγορα από ό,τι περίμενες. Σε όλους το ίδιο συμβαίνει.
      Μην τρέμεις. Τι ανόητη αντίδραση. Προχώρα.

Από την πόρτα που πέρασες και πέρα ο κόσμος αλλάζει όπως αλλάζεις κι εσύ. Θα το μάθεις κι αυτό. Δεν είναι τυχαίο που μαζευτήκαμε εδώ, εμείς που αγαπήσαμε το σκοτάδι και αποφασίσαμε να ζήσουμε σ' αυτό.  
     Εδώ ο κόσμος είναι αυτός που θέλουμε. Δεν υπάρχει το απατηλό δεδομένο της όψης, δεν μας καταδυναστεύει το φαίνεσθαι, δεν μας λυγίζει η υλικότητα και το βάρος που το φως προσθέτει στα πάντα· εδώ μπορούμε να γίνουμε ό,τι σκεφτήκαμε ποτέ και να κάνουμε τον κόσμο γύρω να χορεύει μαζί μας.

Θα έχεις ακούσει όσους μας κατηγορούν για δειλούς, για αναχωρητές κι αρνητές της αλήθειας και της καθαρότητας του αγνού, πρώτου φωτός.
     Εμείς γελάμε. 
     Εμείς μόνο ξέρουμε.
     Απαρνηθήκαμε τα μάτια μας για να φτιάξουμε την αλήθεια.
     Αν θελήσουμε μπορούμε να φτιάξουμε και το φως. 

Ναι, πάτησε εδώ. Ξέρω πως ήρθες μόνο να γράψεις για μας, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μείνεις. Είμαι σίγουρος ότι θα δεις. Το ξεχνάς γρήγορα, αυτό να γράψεις. Σε λίγο καιρό νιώθεις απλά τυφλός. Μετά από λίγο ξεχνάς ακόμη και την τυφλότητά σου κι όλα είναι σαν πριν, απλά καλύτερα, αυτό να γράψεις.

Καλωσήρθες στο Σκοτάδι", είπε.
"Θα είμαι ο οδηγός σου." 

Το σκοτάδι μέσα

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κρεμόταν πάντα  στην κεντρική αίθουσα του δημαρχείου της πόλης, σκεπασμένος με τα βαριά βελούδινα μαυρόπανα που είχαν φτιάξει οι παλιοί για να προστατέψουν το χώμα και το νερό και τα λογικά μας από τις επικίνδυνες αντανακλάσεις του.

Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να μετακινηθεί.
    
Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να καταστραφεί.
     Δεν χρειαζόταν φύλαξη ή κάγκελα· κανένας λογικός δεν θα τολμούσε ποτέ να τον πλησιάσει.

Εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό.

Κάθε τόσο η πόλη θυμόταν τον καθρέφτη και τότε ήταν συνήθως Χειμώνας. Οι διηγήσεις θέριευαν και απλώνονταν σε όλες τις γειτονιές. Ήταν ο καιρός που οι παλιοί γίνονταν και πάλι το επίκεντρο της προσοχής, τα πρόσωπα στα οποία στρεφόμασταν όλοι.

Έλεγαν πως ο καθρέφτης είχε εμφανιστεί στην πόλη εξ αιτίας μια παλιάς, ξεχασμένης υπόσχεσης κι άλλοι πως ήταν απ' το μέλλον, άλλοι πάλι πως ήταν αχειροποίητος, άλλοι έλεγαν για μέλισσες καταραμένες και για κεριά, για φωτιές και στοιχειωμένες αγάπες, για αιματηρά ίχνη, ακρωτηριασμένα μέλη που κρατούσαν τη μνήμη των τελευταίων αγγιγμάτων και θάλασσες προκατακλυσμιαίες κι αμαρτίες που εξαφάνιζαν το χρόνο και ξεβρασμένα κήτη.
     Τα έμπλεκε όλα αυτά η πόλη στη μυθολογία της.

Εμείς όμως το μόνο που ξέραμε στα σίγουρα ήτανε πως εκείνος ο καθρέφτης ήτανε το Κακό, το κουτί της Πανδώρας, ο Αρμαγεδδών κι ο Αφανισμός μας.


Γιατί εκείνος ο καθρέφτης μπορούσε να μας δείξει την αντανάκλασή μας.

Εκείνος που το βουνό τού πήρε το μυαλό

"Κι ήμουν αλλά μαζί πάλι δεν ήμουν -κει πάνω στα ψηλώματα- ο ποιητής, ο ερημίτης κι ο φονιάς. 

Και με τον καιρό ο νους μου σαν να πλάτυνε, σαν να αποφάσισε να ακολουθήσει το εύρος και τον αγέρα από 'κει πάνω- σα να μεγάλωσε ο νους μου ακολουθώντας την ανοιχτωσιά και τ' ανυπόταχτο των κορφών. Και τότε κατάλαβα πώς γίνεται να 'σαι και να μην είσαι και ότι αυτός είναι στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος.

Έπειτα πέρασε κι άλλος καιρός κι έμαθα τα πατήματα, τα βοτάνια και πώς να ξεχωρίζω ποιες σκιές κρύβουν αγέρα άκακο και ποιες ειν' επικίνδυνες σα λουφασμένα φίδια. Και τράχυνε η θωριά μου και τα χέρια μου και ξέχασα τρόπους, αβρούς χαιρετισμούς και κάθισμα και σχόλη.

Κι άμα πέρασε κι άλλος καιρός ο νους μου πλάτυνε κι αγρίεψε κι άλλο, τόσο που ήθελα μέρες να θυμηθώ πως κάποτε υπήρξα ο ποιητής κι ο φονιάς που έκαμε τους χωριανούς να σφιχτοκλειδώνουν τα πορτόφυλλα. Κείνος που σα διέσχιζε τα χωριά οι γυναίκες σηκώνονταν απ' τις κλίνες τους και  κρυφοκοίταζαν από τις χαραμάδες, αναριγώντας τόσο που έκαναν ακόμη και το νερό στα κανάτια να ιδρώνει.

Και στο τέλος ξέχασα τα πάντα, ακόμη και τον λόγο εκείνον που μ' έκανε ν' ανέβω στα βουνά, παρ' όλο που τον θυμούμαι να 'ναι βαρύς, βαρύς από αίμα που ζητάει άλλο αίμα, βαρύς και γλυκός σαν τη γλύκα πο 'χει το ανέβασμα του πρώτου λυγμού.

Και γυρνώ τώρα δω κι εκεί, σε πανηγύρια, τρύγους και χορούς και ζητώ μη κάποιος μ' αναγνωρίσει και μου διηγηθεί το παρελθόν, γιατί πρέπει, πρέπει να μάθω. Κάτι μέσα μου με καίει και μου ζητά να μάθω.

Ειμ' εκείνος που το βουνό του πήρε το μυαλό, βοηθήστε με. "

Το παραμύθι που έλεγαν στο δέντρο

Το δέντρο έστεκε μετέωρο στο γκρεμό, πάνω απ' το πράσινο σκοτάδι του.
     Οι ρίζες του ξεπρόβαλαν πια απ' το χώμα, ξεθεμελιωμένες απ' τα υπόγεια λαγούμια τους, από τις σκονισμένες αρτηρίες που είχαν σκάψει τόσο επίμονα, τόσο επίπονα, με τόση οργισμένη ζωή να χορεύει το σκάψιμό τους.
     Μέσα στο μισοσκόταδο ο γέρικος κορμός σε κάποια σημεία γυάλιζε, σα θαύμα που ηρεμεί τον αμφιβληστροειδή, που μπαίνει βαθιά μέχρι τη σκέψη και την ξεπλένει. Άλλοτε έγδερνε. 

Γιατί υπήρχαν όλες εκείνες οι πληγές που είχαν απελευθερώσει το ρετσίνι του. Τον μυρωμένο, τραχύ του ιδρώτα, όλο πείσμα και γιατρειά. 

Υπήρχαν όμως και τ' άλλα, οι αναρριχώμενες πρασινάδες που σου θύμιζαν πως δεν ήταν μοναχά το δέντρο, μα  κι άλλη ζωή φορτωμένη. Ζωή που επέλεξε να σφιχτεί πάνω του και τώρα θα τέλειωνε κι αυτή.

Με έναν δυνατό γδούπο, σηκώνοντας μια θύελλα από σκόνη και φύλλα, το δέντρο άρχισε να κατακρημνίζεται αργά.

Και δεν ήτανε δέντρο αλλά νερό, νερό που έπεφτε απ' τα νέφη μέσα σε άλλο νερό, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις το πάνω από το κάτω. Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση ή πέταγμα.


Και δεν ήτανε δέντρο αλλά κορμί που έπεφτε. Και δεν ήταν γκρεμός αλλά αγκαλιά, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις ποιο κορμί έπεφτε ή ποιο πετούσε. 

Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση, αν ήταν αγκαλιά, πέταγμα ή γκρεμός.

αγκάθια

"Έκοβα τα χέρια μου στ' αγκάθια, στις ροδιές κι ήταν ένας πόνος γλυκύς, σαν από έρωτα.
     Οι υπόλοιποι μου 'γνεφαν και μου 'λεγαν να σταματήσω και δεν μπορούσα, δεν ήταν λόγια να τους εξηγήσω πως επειδή αγαπούσα τις ροδιές αγαπούσα και τ' αγκάθια τους και τον πόνο, τη σκοτεινή Ύλη της δημιουργίας. 
     Γύρισα την πλάτη μου και συνέχισα να μαζεύω τον καρπό.

Άξαφνα κατέβηκε ένα σούσουρο απ' την πλαγιά κι οι χωριανοί άρχισαν να ψιθυρίζουν αναστατωμένοι. Έριξα τα τελευταία ρόδια στο καλάθι, κατέβηκα απ' το δέντρο και τον είδα να μας πλησιάζει.
     Κι ο Μάγος έφτασε και μας κοίταξε αμίλητος για ώρα πολλή κι εμείς σταθήκαμε υπνωτισμένοι. Που και που έσφιγγα τα χέρια μου, πιέζοντας τις πληγές που μου 'χαν κάνει τ' αγκάθια για να θυμηθώ πως είμαι ζωντανός.
     Πέρασαν ώρες πολλές, ο τόπος σκοτείνιασε, οι σκιές μεγάλωσαν, μίκρυναν, αναδιπλώθηκαν. Οι χωριανοί σιγά σιγά έφυγαν, αθόρυβα σα μακρινές μνήμες. Έμεινα μονάχα εγώ, έρημος κι ανίκανος να σαλέψω, να πλέω σε μια θάλασσα ανείπωτης, τρομακτικής ευχαρίστησης.
     Και ο Μάγος κινήθηκε κι ήρθε μπροστά μου και με κοίταξε, κάτω απ' τη λυκοπροβιά του. Κι έσκυψε στ' αυτί μου και ψιθύρισε.

Κι ειμ' από τότε εγώ ο μάγος και τριγυρίζω τον κόσμο γιατί πάντα κάποιος πρέπει να του θυμίζει, να του υπενθυμίζει τα κρυμμένα, τα παραγκωνισμένα και τ' άφατα.
     Κι έχασα τις ροδιές μου και τ' αγκάθια τους και την ομορφιά τους τη θυμωμένη.

Κι ήρθα κι είδα τα χέρια σου κι είναι η σειρά μου να σου ψιθυρίσω."

Της Πνιγμένης

Έπειτα από 'κείνο το γεγονός κανείς δεν άφηνε τα κορίτσια του να πλησιάσουν στο πηγάδι, ούτε όταν ξεχειμώνιασε κι οι μέρες μεγάλωσαν πλαταίνοντας τον τόπο και προλαβαίνοντας τα λάθος πατήματα.
     "Η Πνιγμένη περιμένει", έλεγαν.
    "Το νερό που την πήρε αγάπησε τα σώματα που μαβίζουν, εκείνα τα σημεία στο δέρμα που αλλάζουν χρώμα τρυφερά καθώς η σάρκα πονά και υποχωρεί", έλεγαν.
    "Το νερό θέλει κι άλλο".
    

Εκείνο το καλοκαίρι τα κλωνάρια της γέρικης συκιάς έγειραν πάνω στο πέτρινο πηγάδι κι ακούμπησαν στις τριανταφυλλιές κι έμπλεξαν κλαδιά, αγκάθια κι άνθη και σκαρφάλωσαν στις πέτρες κι ακούμπησαν  καρπούς και  πέταλα.
     Και η πνιγμένη, λένε, σκαρφάλωσε στα κλαδιά, βγήκε, ξάπλωσε στο χώμα κι άφησε τα κλαριά να την τυλίξουν μέχρι που χάθηκε.

Το φθινόπωρο τα σύκα έσκαγαν κι έπεφταν με θόρυβο στις πέτρες και το χώμα και ανακατεύονταν με τα τριαντάφυλλα που ξεδιπλώνονταν και καίγονταν μεθυστικά. Εκστατικές οι μέλισσες, τρυγούσανε αδιάκοπα.
     Ο τόπος έβραζε από μυρωδιές, μέλι και ρόδο και την χαμένη αγάπη της Πνιγμένης, τόσο που δεν τολμούσες μήτε να ζυγώσεις γιατί σ' έπιανε λιγοθυμιά κι ένας περίεργος, ζοφερός πόθος.

Από τότε κάθε φθινόπωρο κλείδωναν τα κορίτσια στα σπίτια τους γιατί όλα αποτρελαίνονταν κι ήθελαν να τρέξουν στο πηγάδι που αγαπούσε τα μελανιασμένα σώματα.

Ήταν άγριοι, εκείνοι οι καιροί. Άγριοι κι επικίνδυνοι από αφόρητη ομορφιά.

Lampyridae

Τότε ήρθε Εκείνος και στάθηκε μπροστά μας.

Άπλωσε το χέρι του και άνοιξε την πληγή μας τόσο τελεσίδικα που ο ανείπωτος πόνος μάς έκανε να λάμψουμε.

Οι άνθρωποι περνούσαν, μας έδειχναν κι έλεγαν: "Δείτε, πυγολαμπίδες".
"Δείτε", έλεγαν οι άνθρωποι, "πυγολαμπίδες".
Μας έδειχναν κι έλεγαν: "Πυγολαμπίδες".

Αλλά εμείς γελούσαμε, λάμπαμε, σφαδάζαμε κι αγαπούσαμε.

Χέρι με χώματα


Το χέρι μου.
     Αυτό σκέφτηκα την πρώτη φορά που τον είδα.
    Ότι ήθελα να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου. Αλλα να το διαβάσει έτσι όπως ήταν, λερωμένο απ' τα χώματα καθώς σκάλιζα τον κήπο μου.

Περνούσε απ' το φράχτη και θύμιζε αρμύρα απο περασμένους καιρούς. Αρμύρα θυμωμένη και γλυκιά, με τη γλύκα του θανατερού έρωτα.

Εκείνος ερχόταν, έτσι κι αλλιώς, απ' τους κόσμους που είχαν πεθάνει πριν από τον δικό μου, που σε λίγο θα χανόταν κι αυτός. Θα χανόταν πριν καν μεγαλώσουν τα λουλούδια που φύτευα.

Εκείνος στάθηκε και κοίταξε. Στάθηκε και με κοίταξε να φυτεύω στο χώμα που πέθαινε αθόρυβα αλλά θριαμβευτικά, λες και γιόρταζε. Με κοίταξε και δεν μίλησε. Με κοίταξε κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως μύριζε αρμύρα και πως ήθελα να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου.

Το χέρι μου, λερωμένο με χώματα. Το χέρι μου, από χώμα.

Και τότε άκουσα, ορκίζομαι πως άκουσα μέσα απ' το χώμα, βαθιά μέσα απ' το χώμα, μέσα απ' το χέρι μου, την αγάπη. Από τους κόσμους που πέθαιναν, την αγάπη.

Κι ήθελα μόνο να του δώσω να διαβάσει το χέρι μου.

Point de Vue

Το ξημέρωμα ήταν γκρίζο και μουντό, όπως οφείλει να είναι κάθε ξημέρωμα σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό, σε όλα τα μήκη και πλάτη του γνωστού κόσμου. Ακουμπισμένος σε ένα στύλο διάβαζα γρήγορα και λαίμαργα το μικρό μου βιβλίο, αδιαφορώντας για τη βαβούρα και το σούσουρο ολόγυρα. 
     Ήταν ένα μικρό, μονόχρωμο βιβλιαράκι αλλά το είχα αγαπήσει ήδη παράφορα γιατί ήταν από εκείνα τα παράξενα βιβλία που κουβαλούν μαζί τους μια μακάβρια ομορφιά, μια υποψία πως κάτι ανείπωτα όμορφο και επικίνδυνο βρίσκεται αδικαιολόγητα κοντά μας.
     Γι' αυτό άργησα να αντιληφθώ τη φασαρία.

Όταν σήκωσα το κεφάλι μου το πλήθος είχε ήδη αρχίσει να συστρέφεται μανιασμένο, φωνάζοντας ακατάληπτα και αναζητώντας απεγνωσμένα έξοδο από το σταθμό, ποδοπατώντας όσους δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν, απειλώντας όσους θεωρούσαν πιο τυχερούς από αυτούς. 
     Σηκώνοντας κι άλλο το βλέμμα μου είδα πως ένα κορίτσι με μια μικροσκοπική, γκρίζα βαλίτσα στεκόταν ήρεμο δίπλα μου, περιμένοντας να την προσέξω. 

Οι ράγες, μου είπε, είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους παρέμενε μια ασθενική βλάστηση και ασπριδερά χαλίκια. Είχαν εξαφανιστεί σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Και το χειρότερο, είπε, ήταν ότι το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τις εξόδους του σταθμού.

Μέρες μετά καθόμασταν στο ίδιο σημείο. Το πλήθος άλλοτε ησύχαζε κι άλλοτε παραφρονούσε, ενώ εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου και με άκουγε να της διαβάζω μία-μία τις λέξεις του βιβλίου μου, αφήνοντάς τες να στάζουν αργά, για να μην τελειώσουν γρήγορα.
     Ένα πρωινό τη βρήκα δίπλα μου να με περιμένει με ένα δοχείο νερό στο χέρι.
     "Έλα να ποτίσουμε τις ράγες", μου είπε.

Από τότε ποτίζαμε το σημείο που κάποτε ήταν οι ράγες, μασούσαμε μια-μια τις λέξεις του βιβλίου μου, ακουμπούσαμε ο ένας στον ώμο του άλλου και περιμέναμε.

Ένα πρωί με φώναξε εκείνη από την άκρη της αποβάθρας. Πλησίασα για να ανακαλύψω πως στη θέση των σιδηροδρομικών γραμμών υπήρχαν τώρα καταπράσινα, αστραφτερά κλαδιά. Μόλις κατεβήκαμε και τα αγγίξαμε με τα χέρια μας βρεθήκαμε κάθετα, να κρεμόμαστε στο κενό. 

Τότε μόνο καταλάβαμε πως τόσο καιρό απλά ρίχναμε το βάρος στη λάθος πλευρά και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε.

...έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη.

Άγγιζα τις πυρωμένες πέτρες πιέζοντας την παλάμη μου με δύναμη. Ήθελα να νιώσω όλη τους τη θέρμη, όλο τους το θυμωμένο παράπονο που θύμιζε γη, μητέρα και ξόδεμα.

Στην πέτρινη καλύβα, στο κέντρο της πλατείας, οι άντρες έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Οι άγριες φωνές και οι ζητωκραυγές τους σκόρπιζαν ολόγυρα στην κοιλάδα και πολλαπλασιάζονταν βελούδινα και παθητικά στις κατωφέρειες και τις πλαγιές της. 
     Μύριζε λεβάντα ή τριαντάφυλλο, ανάλογα με τον καπνό που έβγαινε από την καμινάδα, μαβής ή κόκκινος, ανάλογα κι αυτός με το αποτέλεσμα της κάθε μάχης.
     Κανείς έξω από την καλύβα δεν ήξερε τη σημασία των χρωμάτων, κανείς δεν έπρεπε να την μάθει. 

Μαβί για το χωμάτινο, τον έρωτα του χαμού και την αγάπη της λησμονημένης, έλεγαν. 

Κόκκινο, έλεγαν, για την αγάπη την παλιά, την αγάπη του τόξου και της σκιάς, που χαράζει σύνορα και τα χαράζει βαθιά, σε σάρκα από αίμα.

Πίεζα με δύναμη την παλάμη μου στις πυρωμένες πέτρες και περίμενα τη σειρά μου. Όλες εδώ περιμέναμε τη σειρά μας καθώς οι άντρες στην καλύβα έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Κάποιες αδημονούσαν τόσο που έτρεμαν, αλλά εγώ όχι. Εγώ ήξερα.

 Ήξερα πως οι άντρες δεν έπαιζαν κανένα στοίχημα, μονάχα έκλαιγαν, έκλαιγαν όσο προλάβαιναν γιατί αφού φώναζαν κάποια από εμάς δεν θα μπορούσαν να κλάψουν ποτέ, ποτέ ξανά. Ήξερα πως η αγάπη στην πραγματικότητα δεν έχει χρώμα, έχει μόνο θυμό, ότι σε τρώει μέχρι βαθιά, μέχρι τα σκοτάδια κι έτσι σιγά-σιγά καθαγιάζει τους τρόμους.
     Ήξερα και το τέλος.

Καπνός μαβής. Το όνομά μου. "Προχώρα".

ΔΟΞΑΡΙ

Σκληρό το βιολί μού τσάκιζε τη ραχοκοκαλιά. 
Γύρω μου οι τοίχοι έλιωναν από τ' ανείπωτο, από τον ήχο με όλα τα αγκάθια του αλλά και τη στιλπνότητά του. Κοίταξα τριγύρω, τους υπόλοιπους, σκυμμένους στα ποτά τους, με τα κεφάλια παρατημένα στα χέρια τους ή με τα χέρια παρατημένα στα πόδια τους, να παρακολουθούν εκστατικοί και συνεπαρμένοι, τόσο που θα έλεγες πως ξεπερνούσαν τα όρια και ξαναγίνονταν πάλι αδιάφοροι κι απαθείς.

Δοξαριά. Κέντημα. Γδάρσιμο

Τριγύρω άρχισαν να ακούγονται σιγανά και πνιχτά βογκητά. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να βρω κάπου να καθίσω, μια μικρή γωνία να χωρέσω και δεν υπήρχε. Ήθελα να μείνω εκεί, να ζήσω το κάθε τέντωμα και λίκνισμα του ήχου, ν' αφήσω το δοξάρι να με νικήσει, να με κόψει.

Παύση. Δοξάρι. Κάψιμο.

Έπαιζε το βιολί σαν να ήταν τα χέρια του. Σαν να ήταν τα χέρια του και κυρίως σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί. Έπαιζε σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί κι αυτό τον έκανε παράλογα, εξωφρενικά όμορφο.
Δίπλα μου ακούστηκαν πάλι βογκητά κι από πιο κάτω μού έκαναν νόημα ότι υπήρχε χώρος να καθίσω.

Δοξαριά. Ανάσα. Βογκητό.

Κάθισα, ακούμπησα τα χέρια μου στα πόδια μου και τον κοίταξα.
Το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω εκεί, να αφήσω το δοξάρι να με τσακίσει.
Κοίταξα τα χέρια μου, που είχαν αρχίσει να ματώνουν τρυφερά.

Παύση. Δοξάρι. Δοξάρι. Δοξάρι.

Εξιλέωση

Χαρτογραφούσαμε τις πυρές, τις κρεμάλες και τα πηγάδια όπου είχαν εκτελεστεί οι μάγισσες.
     Ήταν όμορφος τόπος, κατάφυτος, έκρυβε στις πλαγιές και τα ισιώματά του τόσα διαφορετικά δέντρα και λουλούδια που ήταν σαν να είχαν συγκεντρωθεί όλα εκεί επίτηδες, για να μπορεί κάποιος να τα θαυμάσει. Καθώς  τα πεσμένα φύλλα και τα καφετιά μανιτάρια τσακίζονταν από τα βήματά μας, όλη μας η πορεία μύριζε ζεστή, υγρή ζωή.

Κάποιοι από τους πέτρινους σταυρούς που σημάδευαν τα σημεία που είχαν γίνει οι σημαντικότερες εκτελέσεις έστεκαν ακόμη όρθιοι, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν λυγίσει από το χρόνο και τη βλάστηση και έμεναν πια μισοθαμμένοι. Σημαδεύαμε τα πηγάδια και τα δέντρα όπου είχαν στηθεί οι κρεμάλες και μαρκάραμε το χώμα όπου συμπεραίναμε πως είχαν στηθεί οι πυρές. Έπειτα τα καταγράφαμε, μετρούσαμε τις αποστάσεις και συνεχίζαμε.
     Προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να φανταστούμε τις μυρωδιές, τους ήχους, την αγωνία που κρεμόταν κάποτε σε κάθε πτυχή εκείνου του τόπου, περιμένοντας να νιώσουμε το ανατρίχιασμα της φρίκης κάθε που ανακαλύπταμε κάτι καινούριο.
     Μας άρεσε εκείνος ο φόβος, με έναν τρόπο ηδονικό. Ο τρόμος μέσα στην απόλυτη ομορφιά σχεδόν μας τσάκιζε το λογικό.

Ψάχναμε τις μάγισσες στο δάσος χαρτογραφώντας τα μέρη που πέθαναν και γυρεύοντας κάποιο σημάδι ταφής, κάποιο απομεινάρι, προσβλέποντας στην αποκατάσταση μιας μεγάλης, παλιάς αδικίας.
      Στην αποκατάσταση της αλλοτινής μαγείας, που είχαμε χάσει, που είχαμε μείνει ορφανοί, έρμοι κι απομαγεμένοι ανάμεσα στα θαύματα, να μην μπορούμε να τα ζήσουμε.

Χαρτογραφούσαμε τις πυρές, τις κρεμάλες και τα πηγάδια όπου είχαν εκτελεστεί οι μάγισσες.

Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα

Ο αέρας μύριζε ζοφερά και γλυκά, μια παράδοξη γλύκα από βαθιά κι από πολύ παλιά, η γλύκα των ξεχασμένων τραυμάτων.
     Ο ήλιος έδυε γρήγορα, έβλεπα τη σκιά μου ν' αλλάζει και να μακραίνει συνεχώς κι ύστερα να αγωνίζεται να κρατηθεί στον ξεφτισμένο τοίχο και τελικά να εξαφανίζεται σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Σαν να μην ήταν τίποτε άλλο παρά η προσπάθειά μου να αποδράσω από τον εαυτό μου. 
     Έμενα ακίνητη.

Τριγύρω απλώθηκε μια υπόκωφη βουή από σουρσίματα και τριξίματα καθώς οι πόρτες έκλειναν και διπλοκλειδώνονταν, τα παράθυρα σφάλιζαν και τα μάνταλα ελέγχονταν ξανά και ξανά. Κράτησε λίγες στιγμές κι έσβησε. 
     Η πόλη κρατούσε την αναπνοή της.

Έστεκα ακίνητη, ανίκανη να σαλέψω. Η σκέψη μου στριφογυρνούσε αποπροσανατολισμένη από την γλυκύτητα της αίσθησης, προσπαθώντας να με προειδοποιήσει, να με συνετίσει και να δώσει τις κατάλληλες εντολές ώστε να κινήσω τα μέλη μου και να ανοίξω την πόρτα. Δίπλα ακριβώς από την είσοδο του σπιτιού μου μπορούσα να δω αφισοκολημένη τη διάταξη με τις οδηγίες ασφαλείας και τα μέτρα που έπρεπε να παίρνει κάθε κάτοικος σε αυτή την πόλη, κάθε νύχτα μέχρι το πρώτο φως. Τις ήξερα πια όλες απ' έξω, ο καθένας στην πόλη τις είχε μάθει πια καθώς η προφύλαξη ήταν η μόνη λύση, ο μόνος λόγος που δεν υπήρχαν θύματα κάθε νύχτα, όταν στην πόλη έβγαινε εκείνο.
     Τις γνώριζα πάρα πολύ καλά, αλλά δεν μπορούσα να σαλέψω.

 Βαθμιαία η σκέψη κόπασε. Έμεινα ακόμη εκεί, να σκέφτομαι πως ήταν τόσο σκοτεινά που δεν έβλεπα ούτε τον αέρα, πως ανάσαινα την ίδια τη νύχτα.


Κάθε απόβραδο σταματούσα στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Κάθε πρωί ξυπνούσα στο κρεβάτι μου χωρίς την παραμικρή ενόχληση και μάλιστα με την εξώπορτα μου ξεκλείδωτη. 
     Δεν είχα ποτέ καμία ανάμνηση από καμία νύχτα, μονάχα την μετέωρη αίσθηση ότι ονειρεύτηκα, ότι ονειρεύτηκα πάρα πολύ, τόσο που τα όνειρά μου πρέπει να ήταν από ύλη, ύλη τραχιά, που πληγώνει σαν
πυκνωμένη αγάπη.

Κάθε πρωί στο κατώφλι μου με περίμενε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
 


Ξεχειμώνιασμα

Καθόμασταν στο γκρίζο λιμάνι και περιμέναμε, μέρες.
Ήταν όλοι εκεί, όσοι είχαν επιζήσει από την τελευταία επιδρομή, ακόμη κι όσοι είχανε χάσει πραγματικά κάτι, το χέρι, το μάτι ή τη γυναίκα τους.

Οι πληγές είχανε πια θρέψει. Τα καμένα σπίτια είχανε ξαναχτιστεί και τα παιδιά είχανε πάψει να βλέπουν εφιάλτες. Όλη η αναστάτωση, η αλλόκοτη αίσθηση ζωντάνιας που μας έδινε η συμφορά είχε τελέψει κι οι μέρες μας κυλούσαν χωρίς τη θέρμη του αίματος και το ανατρίχιασμα της κραυγής. Τελειώναμε ανόρεχτα τις δουλειές μας και πηγαίναμε στο λιμάνι για να περιμένουμε, με ό,τι καιρό κι αν έκανε. Συνήθως έβρεχε, μια λεπτή πολύωρη βροχή σα στάχτη. 
     Τότε τα παιδιά έφτιαχναν ιστορίες κι έλεγαν πως στα σύννεφα είχαν ανέβει ακροβάτες από τις πέρα πολιτείες που είχαν καεί κι έφερναν τούτη την παράξενη βροχή μέχρις εδώ.

Περιμέναμε τους Πειρατές.

Καμιά φορά κυκλοφορούσαν φήμες πως καράβια με μαύρα πανιά πρόβαλλαν στον ορίζοντα και τότε όσοι δεν ήμασταν στο λιμάνι τρέχαμε ξέπνοοι, αλαφιασμένοι κι ανυπόμονοι σέρνοντας τα κουτσά μας πόδια στα πέτρινα σοκάκια και βγάζοντας υπόκωφους θορύβους απ' τα πληγωμένα στήθη μας.
     Μάταια συνωστιζόμασταν στην προβλήτα κι απλώναμε τα υγιή μέλη μας στο αγέρι που έπνεε απ' τ' ανοιχτά. Οι Πειρατές δεν έφταναν.
     Συχνά τα βράδια στις συντροφιές μας τους μνημονεύαμε, νοσταλγώντας τη θωριά και την ασυνήθιστη ομιλία τους, αναπολώντας την αγάπη που μας πλημμύριζε όταν μας πλήγωναν τρυφερά μα αποφασιστικά, με βλέμματα των οποίων η σκληρότητα έκανε τα μέλη μας να τρέμουν από αγαλλίαση.

Περιμέναμε τους Πειρατές.

Κείνη τη χρονιά τους περιμέναμε τόσο που τελικά έφτασε η Άνοιξη.  Όταν τα πάντα σφίχτηκαν στην ευωδιαστή γλυκύτητα της μέρας που μπουμπούκιαζε και περόνιαζε τα κορμιά ως τα βάθη, είχαμε φύγει απ' το λιμάνι.

Ήταν η εποχή του Έρωτα, 
      δεν μας χρειάζονταν πια οι πληγές των Πειρατών.

Φέτος την Άνοιξη

Είναι κρυμμένο.
Το έχουμε κρυμμένο καλά στα δαιδαλώδη υπόγεια της πολιτείας μας. Στις αιθαλικές στοές, με τις απότομες κατωφέρειες και τις αμφίβολες διασταυρώσεις τους, που λουφάζουν πειθήνια καθώς αδημονούν να πάρεις τη λάθος στροφή.
     Είναι ασφαλές.

Τις εισόδους των στοών σε όλη την πόλη φυλούν πάντα οι πενήντα Κοπέλες, διαλεγμένες προσεκτικά στη γέννα τους κι εκπαιδευμένες από παιδιά στις αισχρουργηματικές τέχνες. Ήρεμες και υπομονετικές, μα οπλισμένες κι επικίνδυνες περισσότερο κι από λιμασμένα τσακάλια. 
      Στις γύρω πολιτείες λένε πως κανείς ποτέ δεν κατάφερε να περάσει από τις Κοπέλες και να μπει στις στοές, κανείς εκτός από μια γυναίκα, αμέτρητα χρόνια πριν. Λένε όμως πως αποπροσανατολίστηκε και χάθηκε, πως οι στοές την αποπροσανατόλισαν με τη θέλησή τους, γιατί έχουν κι αυτές πια με τον καιρό αποκτήσει συνείδηση και δεν θέλουν να το αφήσουν να φύγει από εκεί. Λένε πως οι Κοπέλες την εντόπισαν από τη δυσωδία και πως δεν είχε απομείνει από εκείνη τίποτα από ελάχιστα, ενοχλητικά ίχνη ύλης και λίμνες αίματος, αίμα που πότισε τις στοές και τότε εκείνες ευφράνθηκαν.
     Λένε, ακόμη, πως και να είχε καταφέρει η γυναίκα να γλιτώσει από τις στοές δεν θα μπορούσε ποτέ να το βρει, γιατί σε κάθε γενιά υπάρχει μονάχα ένας που ξέρει πώς και με τι μοιάζει.
     Είναι ασφαλές.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε αφήσει να διαρρεύσει πως με τους κύκλους του καιρού οι παλιές γενιές ξέπεσαν, πως το μυστικό δεν κληρονομείται πια και πως στην πραγματικότητα η πόλη δεν θυμάται πια που βρίσκεται.


Φέτος την Άνοιξη αφήσαμε να διαρρεύσει η φήμη πως αναζητούμε αυτόν που θα το ανακαλύψει, με αντάλλαγμα αμύθητα πλούτη και τιμές.

Φέτος την Άνοιξη, σε περιμένουμε.

Res

 "Δε μας φτάνουν πια τα όνειρα και τα νέφη και τα φάσματα.
   Αποκηρύξαμε το άυλο και το ιδανικό, τις φαντασιοπληξίες και τα ανείπωτα.
   Θέλουμε την υλικότητα των σωμάτων, με τη μυρωδιά και το βάρος της σάρκας. 
   Το τραχύ του χώματος και το δροσερό του υγρού. 
   Εκείνο που μπορεί ν' αδραχθεί και να μασηθεί. 
   Θέλουμε την ύλη, το πυκνωμένο συναίσθημα. 
   Ό,τι με κόπωση  υποχωρεί, ό,τι πληγώνεται και ό,τι όταν χάνεται είναι επειδή αλλάζει κι όχι επειδή απλά εξαφανίζεται.
   Τούτο μόνο μπορούμε να θρηνήσουμε, την αλλαγή. 
   Με την ύλη μόνο να ξαναμετρήσουμε το χρόνο."

Υπήρξε το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι χαρτιού του κόσμου. Ό,τι πιο αμφιλεγόμενο έφερε ποτέ στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Το μήλον της έριδος μεταξύ σχολών, κρατών και θρησκειών. Η αφετηρία για μια στρατιά κινημάτων που αφορούσαν τα πάντα, από την τέχνη και τη φιλοσοφία ως τη μαγειρική και την αστρολογία. Η πιο βέβηλη διακήρυξη του ανθρώπινου πνεύματος. Προάγγελος συμφορών, λυτρωτής, κακόβουλος σύμβουλος, κρυπτογραφημένη αλήθεια. Εκείνο το κομμάτι χαρτιού, η παλαιότερη προκήρυξη του κόσμου.

Μετά λύπης μας σας ενημερώνουμε πως η συντήρησή του κρίνεται πια αδύνατη καθώς η παλαιότητά του είναι ανυπολόγιστη. 
   Οποιαδήποτε προσπάθεια θα οδηγήσει αναμφισβήτητα στην πιο γρήγορη διάλυσή του κι έτσι η απόφασή μας ορίζει να παραμείνει προς έκθεση, όπως όλα αυτά τα χρόνια,  χωρίς καμία άλλη παρέμβαση. 
   Μέχρι να εξαφανιστεί.

Le fou



Μέσα στο σκοτάδι διέκρινες μόνο τα γυμνά της μέρη που καθώς κινούνταν έλαμπαν σαν να ήταν υγρά, λες κι ήταν εκείνα που είχαν κλέψει την πηγή του φωτός.
Στάθηκα κοντά της.
Τα χέρια της κινήθηκαν ελαφρά, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση τους και τελικά σταυρώθηκαν προς τα εκεί που θα έπρεπε να είναι το στήθος της. Πρέπει να σήκωσε το κεφάλι γιατί τώρα μπορούσα να δω τα μάτια της να γυαλίζουν, ακίνητα και παθητικά, μια παραίτηση σχεδόν αισθησιακή. 
Προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπό της.

Τριγύρω μας σάλευαν δεκάδες ακόμη κορμιά καθώς κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις της ενοχλητικά απροσδιόριστης αίθουσας. Πνιχτοί ψίθυροι, συρσίματα και φευγαλέες κινήσεις.
Σαν να βρισκόμασταν στο κέντρο μια άγνωστης δίνης που μας αφορούσε με έναν τρόπο ξένο, ακατανόητο και επικίνδυνο.

Δεν τόλμησα να της μιλήσω.
Προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπό της.

Πρέπει να έσκυψε προς το μέρος μου γιατί ακούστηκε ένα ελαφρύ κουδούνισμα από κάτι που θα φορούσε στον λαιμό της.
"Είσαι έτοιμος;" ψιθύρισε με μια φωνή που μόλις ακούστηκε, αλλά ήταν σαν να ερχόταν από κάπου αλλού. 
Σαν από ξεχασμένα δώματα όπου τα σώματα κάποτε αμάρταιναν φορτωμένα ομορφιά.

"Ναι" είπα, και ήταν ψέμματα.

Τότε ο χώρος φωτίστηκε λίγο περισσότερο, αλλά πριν καταφέρω να κοιτάξω το πρόσωπό της είδα το τετράγωνο στο οποίο στεκόμουν, διαγώνια από εκείνη. 
Έπειτα την υπόλοιπη σκακιέρα. 
Τη μάχη.
Τέλος, τη λάμα στο χέρι της.

Πριν καλά καλά μπορέσω να σκεφτώ τη λέξη "παγίδα", ο πόνος με άνοιγε στη μέση.


Μολύβια

Γράφει πάντα σ' ένα μικροσκοπικό τετραδιάκι με παράξενα αραβουργήματα στη ράχη του.

Κάθεται πάντα στην ίδια εκείνη θέση, στην άκρη της τζαμαρίας, από όπου ανοίγεται όλη η τρομακτική θέα της πόλης που πεθαίνει.

Γύρω του μπαινοβγαίνουν θαμώνες. Μιλούν, γελούν, μαλώνουν, κλαίνε, φεύγουν, επιστρέφουν. 

Δεν προσέχει κανέναν γύρω του. Κοιτάζει μόνο το τετράδιο και την πόλη.

Γράφει με μολύβι, με μολύβια άλλοτε ολόκληρα κι άλλοτε μισοτελειωμένα τα οποία ξύνει με ένα μικρό χαρτοκόπτη στο τασάκι του τραπεζιού του.

Πέρα και κάτω από την τζαμαρία η πόλη πεθαίνει αθόρυβα και τρυφερά, όπως λιώνει το χιόνι που κάθεται στα ψηλότερα κλαριά των δέντρων. Λιώνει κι έπειτα το υπόλοιπο κατακρημνίζεται κι είναι σαν να χιονίζει πάλι από την αρχή, ενώ στην πραγματικότητα είναι το τέλος.

Γράφει πάντα στο τετραδιάκι χωρίς να προσέχει κανέναν γύρω του, ξύνει τα μολύβια του κι όταν τελειώνουν τα βάζει πάντα στην τσέπη του, γιατί τα μολύβια είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει πια για να μετράει το χρόνο.

Κάθεται πάντα εκεί και γράφει, κοιτάζει την πόλη, ξύνει τα μολύβια, δεν ξέρει πώς να τελειώσει την ιστορία του και καμιά φορά κλαίει αθόρυβα με πνιχτούς λυγμούς.

Θα ήθελε η ιστορία του να είχε σώμα, για να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, να της πει πως όταν η πόλη πεθαίνει πεθαίνουν κι οι ιστορίες και τα τετράδια μένουν μισά και άχρηστα.

Συνεχίζει να γράφει.

Μετρά το χρόνο
ξύνοντας τα μολύβια.

The solemn temples, the great globe itself

Τότε κάτι ανείπωτο ήρθε και δέθηκε τρυφερά γύρω απ' τα χέρια τους κι έμεινε εκεί για λίγο λιγότερο απ' το "για πάντα".

Ήταν λαφρύ, κι έτσι μπορούσαν άκοπα να το 'χουνε μαζί τους.

Κι ήτανε σε χαρά κι ήτανε και σε θρήνο, ήτανε σε πρωτοέρωτες και σ' αγκαλιές θριαμβικές, σε βροχερά κορίτσια και σε παντοτινούς αποχαιρετισμούς. Και τα παιδιά που γεννήθηκαν είχανε κι εκείνα τη σκιά στον αριστερό τους καρπό και μεγάλωναν με δισταγμό και χαίρονταν, όπως οι γονείς τους, με μέτρο και γλεντούσαν με υποψία.
Κι όλο εκείνο κράτησε λίγο λιγότερο απ' το "για πάντα".

Κι όταν το "για πάντα" ήρθε, ήρθε απ' το νερό.
Από τις υπόγειες υγρές μνήμες.

Τότε κι εκείνοι που είχανε το γκρι δεμένο στον καρπό τους ψάξανε το νερό.  Βγήκανε στα ποτάμια, στις ακτές ή στις λίμνες. Και όσοι δεν μπορούσαν βρήκαν δεξαμενές, πηγάδια ή κουβάδες. Γέμισαν τις μπανιέρες τους και περίμεναν. 
Κι ένιωσαν τη θλίψη να γλιστράει απ' το χέρι τους και να χάνεται. Δυο ανάσες αργότερα, τα πάντα τελείωσαν. Και λίγο πριν τελειώσουν όλοι έκαναν την ίδια πικρή σκέψη: "Τι άδικο να κρατήσει τόσο λίγο".

Κι ήταν πολύ.

Icicle

Φορούσες εκείνο το λευκό πανωφόρι που άλλοτε σε έκανε να αστραποβολείς όπως το χιόνι, αλλά τώρα είχε πια φθαρεί, είχε χάσει την καθαρή του ασπράδα που θύμιζε δροσιά και λύτρωση. Τώρα ήτανε κάτι απροσδιόριστο και γκρι, κάτι που θύμιζε μονάχα, μα δεν ήταν.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι κι εγώ σε κοίταζα.

Και γύρω το κρύο ράγιζε τους τοίχους, τσάκιζε τα χρώματα και τα 'σφιγγε όλα σε μιαν αμείλικτη αγκαλιά, λες και τα πάγωνε για να τα εξαγνίσει. Λες και πάγωνε τον χρόνο για να 'χουμε μιαν ελάχιστη στιγμή να γλιστρήσουμε απ' τις χαραμάδες του και ν' αγιάσουμε.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι.

Κοίταζα το κουρελιασμένο παλτό σου να κουβαλά στη φθορά του όλη την τρυφερότητα της βιωμένης ζωής. Το φθαρμένο παλτό σου στο χιόνι, να μην αστράφτει πια.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι και γύρισες να με κοιτάξεις.

Και είδα το λευκό σου δέρμα, πάλλευκο σαν το χιόνι, να λάμπει.

Και οι λευκές λέξεις που είπες, που δεν μπορούσαν να διασχίσουν την παγωμένη ατμόσφαιρα, έλαμπαν κι αυτές.

Και όταν η απόσταση μεταξύ μας πάγωσε και στερεοποιήθηκε και δεν μπορούσα πια να σε αγγίξω, έλαμπε κι αυτή.

Όμως στεκόσουν πάντα στο χιόνι 
και τα πάντα έλαμπαν από υλοποιημένη αγάπη.
                                                                                                         

Μακέτα

Έπειτα μου έδωσε τη σκούπα και μου είπε να στρωθώ στη δουλειά γιατί ο χρόνος τέλειωνε.
"Αν και  στην πραγματικότητα χρόνος δεν υπάρχει. Αλλά ούτε πραγματικότητα υπάρχει. Δεν υπάρχει καν η πραγματικότητα, γι' αυτό κι ο χρόνος μπορεί και τελειώνει ενώ δεν υπάρχει."

"Ξεκίνα λοιπόν γιατί θα έρθει για να τελειώσει το έργο του".

Πατούσα το σκληρό καφέ υλικό που θα φιλοξενούσε το Χώμα και σκούπιζα. Σκεφτόμουν πως μου έμεναν τα μισοτελειωμένα Φυτά και η Θάλασσα, που είχε απομείνει κι αυτή ατέλειωτη αφότου έφυγε Αυτός. Προς το παρόν δεν ήταν παρά μια δυσκίνητη μπλε μάζα, διαφανής, σαν μια στιγμή θύμησης που ξαφνικά έπηξε.

Δούλευα πυρετωδώς όσο εκείνη με κοιτούσε. Ακουμπούσε με προφύλαξη πάνω στα μισοτελειωμένα Δέντρα και κοιτούσε τον ζωγραφισμένο Ουρανό και τα Σύννεφα που είχαν ακόμη τα μαύρα περιγράμματά τους. Καμιά φορά έμενε για λίγο εντελώς ακίνητη και με κοιτούσε χωρίς καν να βλεφαρίζει. 
Εκείνες τις στιγμές, που την έβλεπα ακίνητη μέσα στην απόλυτη ακινησία του τοπίου, μπορούσα κι ένιωθα την απουσία του χρόνου να φωλιάζει βαθιά στα κόκαλά μου.

"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Από την αρχή. Θα το τελειώσει και όλα θα αλλάξουν. Θα επιστρέψουμε εδώ. Στον Κήπο των πρώτων μας χρόνων".
Ακουμπούσε στα μισοτελειωμένα Δέντρα και με κοίταζε.

"Έτσι όπως είναι τώρα", είπα χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της, "μου φαίνεται τόσο ασήμαντο." Σταμάτησα και την κοίταξα.  "Δεν θα 'ρθει, το ξέρεις".

"Πώς μπορείς να μιλάς έτσι;" , φώναξε αναταράζοντας την πηχτή ακόμη θάλασσα.
"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"



αναρώτηση

Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

Ολόγυρα νερά που γυάλιζαν και λίκνιζαν τον όγκο τους στροβιλιστά κι ήτανε νύχτα κι ήταν μαύρα τα νερά, μαύρα νερά σαν από πεθαμένα ποτάμια.

Ολόγυρα μαύρα νερά κι έλεγα "πώς ανέβηκα εδώ" κι έλεγα "πώς θα κατέβω".

Τότε θυμήθηκα, είχα ξεχάσει και θυμήθηκα, ήμουν πάνω στη σκεπή και ξαφνικά θυμήθηκα. 

Και τότε είπα "μονάχα να κλάψω μπορώ τώρα, τώρα που θυμήθηκα, μόνο να κλάψω".

Κι έκλαψα γιατί πριν θυμηθώ ήμουν αγνώμονας, αγνός και άγνωρος, ήμουν καθαγιασμένος από την απουσία κι ήμουν ένοχος, πορφυρός κι ένοχος σαν τους όμορφους νεκρούς, αλλά τώρα πια δεν ήμουν.

Έκλαιγα με νερό και το βλεπα να κυλάει από τη στέγη για να βρει το άλλο, το πολύ, το μαύρο νερό.

Και τότε είδα στις γύρω στέγες κι άλλους που δεν φαινόταν πολύ καλά αλλά το ήξερα πως έκλαιγαν όπως έκλαιγα κι εγώ, κλαίγαμε για να τιμήσουμε το μαύρο νερό και την κακοφορμισμένη αγάπη που δεν ξέραμε πια που να τη βρούμε.

Έκλαιγα και τα δάκρυά μου όλο γέμιζαν τα νερά κάτω από τις στέγες, έκλαιγα κι έλεγα "κάνε να ξεχάσω, να ξαναγίνω θαύμα κι ας μην ξέρω, μόνο κάνε να ξεχάσω".


Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

ο Καιρός της Σιωπής


Και τότε έγινε σιωπή.
Για μέρες, τίποτε άλλο από σιωπή.

Όχι, δεν κλειστήκαμε στα σπίτια μας, δεν άρχισαν οι ομαδικές αυτοκτονίες, δεν υπήρξε έξαρση βιαιοτήτων. Μόνο σιωπή. Ξυπνούσαμε όπως κάθε μέρα, πηγαίναμε στη δουλειά μας, πλέναμε τα αυτοκίνητα και τα ρούχα μας, θυμώναμε και φιλιώναμε. Όπως κάθε μέρα. Μόνο που όλα τα κάναμε στη σιωπή. Λες κι είχαμε μιλήσει αρκετά όλη την υπόλοιπη ζωή μας και μια μέρα μας τέλειωσαν απλά οι λέξεις. Λες και το είχαμε σχεδιάσει, μια μυστική άρρητη συμφωνία που μπήκε σε ισχύ παντού, ταυτόχρονα.
     Όχι πως αναρωτήθηκε κανείς μας ποτέ "γιατί". Γνωρίζαμε όλοι μας πως μόνο έτσι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μετά από όσα είχαμε μάθει, μετά από κείνη τη φοβερή αποκάλυψη που σάρωσε και ακύρωσε τα πάντα, όλα όσα γνωρίζαμε, όλα εκείνα για τα οποία η ανθρωπότητα πάλευε και μοχθούσε από τις απαρχές της. 
     Όχι, δεν τα ακύρωσε απλώς. Τα εκμηδένισε.
    Πέρασαν μήνες ολόκληροι. Στη σιωπή. Σιγά σιγά και η μουσική ακόμη άρχισε να μας ενοχλεί, οι πόρτες που έτριζαν, οι ήχοι από τα βραχιόλια των γυναικών, τα ίδια μας τα βήματα κι έτσι αρχίσαμε να περπατάμε ακροπατώντας, να μετακινούμαστε όσο πιο απαλά γίνεται και να κάνουμε τον λιγότερο δυνατό θόρυβο, λες κι ο παραμικρός ήχος μπορούσε να πληγώσει το κενό που είχε καταβροχθίσει τη σκέψη μας και να μας αφήσει αβοήθητους να αιμορραγούμε κάτω από τον άδειο πια ουρανό. 
     Πέρασε καιρός.

Κάποιο βράδυ, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος, στο μεταίχμιο εκείνο που η συνείδησή μας λιώνει γλυκά και κατακρημνίζεται σε βελούδινα βάραθρα, μας ήρθε η σκέψη. Σε όλους μαζί, ταυτόχρονα. Η Λύση. 
      Η απόφαση να ξεχάσουμε.

Το άλλο πρωί νιώσαμε κάπως μουδιασμένοι όταν πήγαμε να μιλήσουμε, αλλά δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Μέρες μετά κάποιοι από εμάς αρχίσαμε να θυμόμαστε και να μιλάμε για ένα μεγάλο διάστημα που είχαμε περάσει όλοι στη σιωπή, αλλά πολύ λίγοι μας άκουσαν. Έτσι κι αλλιώς κανείς μας ποτέ δεν κατάφερε να θυμηθεί εκείνο που αποφασίσαμε να ξεχάσουμε.
     
Ο θόρυβος έχει πια επιστρέψει.