ΑΝΟΔΟΣ

Η είδηση ότι το κτίριο θα γκρεμιζόταν μεταδόθηκε σαν φλόγα που λαμπαδιάζει τα ξερά χνούδια, έπειτα τα ακέρωτα πατώματα κι έπειτα τα μαλλιά των κοριτσιών. Από τα κατώτερα επίπεδα, τόσο χαμηλά που ούτε τα νερά της βροχής δεν έφταναν και τα ρούχα βρέχονταν μόνο από την αφόρητη υγρασία των τοίχων, είχε αρχίσει ήδη να ακούγεται ο αχός του αναβρασμού, φωνές και συρσίματα και αντικείμενα που μετακινούνταν βιαστικά. 
       Οι Υπόγειοι έβγαιναν στην επιφάνεια.
    Ήταν όλες οι ηλικίες, ένα αλλόκοτο μπουλούκι, μια άναρχη και κουρελιασμένη πομπή από ανθρώπους που έσερναν στα σκαλιά τα αγκυλωμένα από την ακινησία πόδια τους, κουβαλώντας απίθανους μπόγους, θορυβώδεις και φοβισμένοι και με στήθη που σφυροκοπούσαν απ' την αγωνία.

Για τους περισσότερους από εμάς ήταν η πρώτη φορά που θα βρισκόμασταν επάνω. Για τους παλιούς, χρόνια μετά την κάθοδό τους στην ασφάλεια της γης, μια τρομακτική επάνοδος στο εχθρικό παρελθόν και την ανείπωτη ζωή των Πάνω.

Είχα ανέβει μόλις δύο ή τρία επίπεδα και με είχε ήδη κουράσει ο αργός ρυθμός και η δυσκολία κίνησης απ' την συνώθηση του κόσμου. Από ψηλά, 50 επίπεδα και παραπάνω, έφταναν συνέχεια νέα ή φήμες για τους πρώτους, που μετά από μέρες ανόδου είχανε φτάσει στην επιφάνεια.
    Έλεγαν πως πέθαναν φριχτά μόλις ήρθαν σε επαφή με το φως. Έλεγαν πως οι πάνω τους επιτέθηκαν και τους αφάνισαν. Έλεγαν πως οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πια σαν λεπίδες και τους μάτωναν το δέρμα.

Αλλά το κτίριο θα γκρεμιζόταν. Έπρεπε να ανέβουμε.

Μέρες μετά, όταν οι φήμες είχαν σταματήσει και η μέρα που το κτίριο θα γκρεμιζόταν είχε περάσει, ανεβαίναμε. Κάποιοι πρότειναν να γυρίσουμε πίσω, πως πια δεν είχε νόημα αφού τίποτε δεν είχε συμβεί, αλλά ήταν πια αργά γιατί ήταν αμέτρητοι εκείνοι που ανέβαιναν πίσω μας και δεν θα μπορούσαμε πια ποτέ να ξανακατέβουμε. Ανεβαίναμε. Με σκυφτά κεφάλια, κλαίγοντας, νοσταλγώντας τη ζωή στα υπόγεια, μετανιώνοντας πικρά. Ανεβαίναμε. Σκεπάζοντας τα κεφάλια μας σε περίπτωση που εμφανιστεί το πρώτο φως, τρέμοντας από τον τρόμο. Ανεβαίναμε.



Υδρόβιο

Έξω σκοτάδι και παντού κάτω νερά πιο σκοτεινά και γυαλιστερά από το φως που λείπει, νερά άγνωστα και δολερά.
Κάποτε εδώ υπήρχε ένα πηγάδι, θα πω.
Υπάρχει ένα πηγάδι, θα μου πεις, τα πηγάδια δεν χάνονται απλά τα κλείνουμε, κάτω από το πάτωμα είναι ακόμη πηγάδι.

Έξω η σκοτεινιά, θα κλείσεις το φως και θα βγούμε έξω.

Νερά άγνωστα και σκοτεινά, που γυαλίζουν μόνο λίγο πριν πατήσεις μέσα τους, έτσι που πια δεν προλαβαίνεις ν' ανακόψεις τη ρότα του ποδιού. 
Τα νερά τούτα μου θύμιζαν κάποτε στόμια υπόγειων λιμνών, θα πω, που πέφτεις μέσα τους και χάνεσαι σε υγρά πνιγερά σκοτάδια υδρόβιων λουλουδιών.

Θα βγούμε έξω, στο υγρό στενό, κουκουλωμένο απ' το ύψος των κτιρίων και την ερημωμένη σιωπή. Θα κάνω να κινήσω.
Δεν υπάρχει τίποτα, θα πεις.
Δεν κατάλαβα, θα πω, δεν κατάλαβα.
Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, πουθενά να πας, πουθενά.
Κάτι μες το σκοτάδι θα συρθεί, κάτι αόρατο θα σιμώσει.
Ήρθαν, θα πεις.
Ποιοι είναι;
Εκείνοι.
Ποιοι εκείνοι;

Εκείνοι, εκείνοι που λατρεύουν τα πηγάδια που κείτονται από κάτω, τα πηγάδια και τα σκοτεινά νερά.
Ήρθαν για να ξύσουν το τσιμέντο με τα νύχια και τα δόντια τους, να το ξηλώσουν για να ξαναβρούν το πηγάδι, το πηγάδι και το νερό και το σκότος, είναι οι μόνοι που θυμούνται το σκότος και το μαύρο νερό και πασχίζουν να μας το θυμίσουν. Είναι εκείνοι που ξέρουν κι επειδή ξέρουν δεν μπορούν να ησυχάσουν, περνούν τις νύχτες άγρυπνοι, σκεφτόμενοι υπόγεια σπηλαιώδη ποτάμια, λικνιζόμενους μίσχους φυτών και σώματα που βυθίζονται σε ανείπωτα υγρά βάραθρα.
Ήρθαν για να μας θυμίσουν το σκοτεινό πηγάδι από κάτω.
Ήρθαν να μας το δείξουν.
Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, πουθενά να πας, πουθενά.