Αγρυπνία

Το απαλό τρέμουλο των κεριών λίκνιζε χορευτικά τις σκιές στις γνώριμες γωνίες των τοίχων και των επίπλων. Έβλεπα τα πρόσωπα γύρω μου να φωτίζονται κι έπειτα να βουτούν πάλι στο σκοτάδι φανερώνοντας μια διαφορετική πτυχή τους κάθε φορά, σαν να περνούσανε γρήγορα τις φάσεις της αινιγματικής σελήνης, ετερόφωτα όχι απ' τον ήλιο, μα απ' τα υγρά σχεδόν σώματα των φλογών.

Κοίταξα τις γυναίκες γύρω μου. Τα σώματα και οι φωνές τους κουβαλούσανε μια παλιά ξεχασμένη οικειότητα από τα παιδικά μου χρόνια, που έκανε το δέρμα μου να αναριγεί σαν να γδερνότανε στο χώμα, που μου έφερνε στα ρουθούνια ζωντανή μυρωδιά χόρτου, ξύλου και ανθισμένου λιγούστρου.
Όταν το βλέμμα μου διασταυρωνόταν με κάποιο άλλο, το χαμήλωνα απότομα. Δεν ήθελα να κοιτάξω καμία στα μάτια.
Κοίταζα μόνο στο κέντρο του δωματίου. Μύριζε κομμένα, πεθαμένα λουλούδια.
Οι γυναίκες γύρω μου μιλούσαν για τα καινούρια κεριά παραφίνης, για το πόσο διαφορετικά μύριζαν και το πώς μαύριζαν τους τοίχους, για τον καλύτερο τρόπο να τα σβήνεις, σε άμμο ή σε νερό και για τις ελιές που δεν έδεναν καρπό εκείνη τη χρονιά.
Έπινα αργά το νερό από το ποτήρι που κρατούσα στο χέρι μου και τις άκουγα σιωπηλή. 

Τότε συνειδητοποίησα πως από την αυλή ακουγόταν ένας οξύς ήχος κλαδιών που σέρνονταν πάνω στις πλάκες, ο γνώριμος   ήχος που έκανε η αυτοσχέδια σκούπα της από θυμαριά, τότε που σάρωνε πεισματικά τους καρπούς και τα φύλλα του λιγούστρου απ' την αυλή, "σωτήριο δέντρο, η σκιά του μας έσωσε, αλλά αυτά τα φύλλα παιδάκι μου..."

Γύρισα και κοίταξα τις φίλες της. Δεν σάλεψαν. Μονάχα μία τους με κοίταξε με παραπονεμένα μάτια.
"Ησύχασε", μου είπε.
"Ησύχασε", αλλά δεν ήξερα αν αναφερόταν σε μένα ή σε εκείνη, στο κέντρο του δωματίου.
Μια άλλη σηκώθηκε, και άναψε ένα καινούριο κερί δίπλα στο άλλο που σιγόσβηνε. 
Μύρισε μέλι.
Ο ήχος έγινε δυνατότερος.

Σηκώθηκα. Πλησίασα στο κέντρο κι ακούμπησα το ποτήρι με το νερό δίπλα της.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Η αναμπουμπούλα θάμπωνε τη διαύγεια της παγωμένης νύχτας και δεν μου ήταν εύκολο να δω πρόσωπο.
Έκανα ένα βήμα μπροστά, μα σταμάτησα.
Η απροσδιόριστη φιγούρα κρατούσε τη σκούπα σφιχτά και σάρωνε πυρετικά την αυλή δημιουργώντας μια δίνη από χώμα, φύλλα και καρπούς. Έξαφνα σταμάτησε.
Καθώς το νέφος καταλάγιαζε συνειδητοποίησα πως δεν ήταν πια εκεί και πως όλη εκείνη την ώρα δεν σάρωνε τα φύλλα του λιγούστρου μα ολόκληρη την αυλή, την αυλή της, ξηλώνοντας τις πλάκες, ξεπατώνοντας τις τριανταφυλλιές, τους υάκινθους και τη μουσμουλιά, αφήνοντας πίσω τους μόνο ξερό χώμα και απουσία.

Αφήνοντας ένα σπίτι μοναχό καταμεσής του τίποτα, με ένα λιγούστρο και μια αυτοσχέδια σκούπα από θυμαριά ακουμπισμένη στον κορμό του.
Γύρισα και μπήκα στο σπίτι. Οι γυναίκες, χωρίς να έχουν αντιληφθεί κάτι, δάκρυζαν σιωπηλές.

Το ποτήρι δίπλα της είχε αδειάσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου