Ατσάκιστα βιβλία

Τιτιβίσματα, τριξίματα κλαδιών, σύρσιμο στο χώμα κι ύστερα ψιθυριστές, αβέβαιες καλημέρες.
Το δάσος ξυπνούσε μαζί μας.
   Καθώς είχα ήδη βγει από την κρυψώνα μου, μπορούσα να δω κι άλλους να βγαίνουν σταδιακά από τις δικές τους, με τις αβέβαιες και συγκεχυμένες φιγούρες τους να τρεμοπαίζουν στην ασάφεια του αδύναμου πρωινού.
   Έκανε κρύο, που σου περόνιαζε τα κόκαλα, που δεν θύμιζε σε τίποτα άνοιξη, Μάη.
   Ψελλίζαμε χαιρετισμούς ο ένας στον άλλον με τα μάτια στραμμένα αλλού, σαν να μην είχαμε κοιταχτεί ποτέ, σαν να μην είχαμε ποτέ υπάρξει χαμογελαστοί, εγκάρδιοι, ξέγνοιαστοι κι αγνώμονες.

Λίγο πιο πέρα, στο λιβάδι, οι νεραντζιές ανθοφορούσαν πεισματικά. Το άρωμά έφτανε σε κύματα καθώς το ήπιο αεράκι παρέσερνε κάθε τόσο τα ονειρικά μόριά του, μέσα στους ρινικούς αισθητήρες μας κι έπειτα βαθιά στη μνήμη. Βαθιά στη μνήμη κι από εκεί στα μέλη που έτρεμαν, στο στήθος και στη φωνή μέσα μας που έλεγε πως αφού υπήρχε εκείνο το άρωμα τίποτε από όλα όσα είχαν συμβεί πρόσφατα δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια.
   Από μακριά ακούστηκαν ήχοι μηχανών που στρίγγλιζαν.
   "Κι όμως, είναι αλήθεια", είπαμε στους εαυτούς μας.
   "Είναι αλήθεια", επαναλάβαμε.

Πέρα στο λόφο, εμφανίστηκαν τα παιδιά.
    Με μαύρα ρούχα και  αγριεμένες φωνές, ούρλιαζαν σέρνοντας πίσω τους κάποια άλλα, λίγο μικρότερα και λίγο πιο φοβισμένα. Όρμησαν στο λιβάδι τσακίζοντας με τις μπότες τους τ' αγριολούλουδα, ενώ κραδαίνοντας μεγάλα κλαδευτήρια σάρωναν τ' άνθη και τις φωλιές των πουλιών από τις νεραντζιές.
   Λίγο αργότερα πίσω τους φάνηκαν οι μπουλντόζες. Τις χειροκρότησαν κι έπειτα στράφηκαν προς το μέρος μας, με μάτια που κουρέλιαζαν ακόμη και τ' άνθη δίπλα στα πόδια μας.
"Υποχώρηση!" 'ακουσα μια φωνή δίπλα μου.
Δεν προλάβαμε να τρέξουμε παρά ελάχιστα μέτρα πίσω, πέρα από το δάσος, όταν ανακαλύψαμε πως ήταν πια αργά. 

Ήμασταν πια περικυκλωμένοι από μεγάλες μπουλντόζες, κατευθυνόμενες από λίγο μεγαλύτερα παιδιά που τραγουδούσαν κοφτά και καμαρωτά πίσω από τα τιμόνια. Στις πελώριες φαγάνες τους είχαν φορτώσει σωρούς μπάζα. Τι έστρεψαν προς το μέρος μας και πλησίασαν.
Πλησίασαν περισσότερο.
Μόνο όταν οι πρώτες μπουλντόζες άρχισαν να αδειάζουν το φορτίο τους πάνω μας συνειδητοποιήσαμε πως αυτό που κουβαλούσαν δεν ήτανε μπάζα.
Ήταν βιβλία.

Σωροί ολόκληροι αμέτρητων, απίθανων βιβλίων που έπεφταν πάνω μας ολοκαίνουρια, κάποια ακόμη με το πλαστικό περιτύλιγμά τους, αλλά πάντως όλα αδιάβαστα, ατσάκιστα, χωρίς να έχουν ανοιχθεί, αγκαλιαστεί, αγαπηθεί.
  Κάπου ψηλά, τα παιδιά ούρλιαζαν εντολές και συνθήματα.
  Πέφτοντας αγκάλιασα ένα βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου