Ιστορίες αγάπης (ΙΙ)

Λύγιζε το δέρμα, η σάρκα έτρεμε. Από μέσα χάιδευε ο πόνος, προετοιμάζοντας το σώμα για το χρώμα που θα ερχόταν, πρώτα το κόκκινο κι έπειτα τις άλλες, σκοτεινές αποχρώσεις. Τις μαβιές παραλλαγές της μικρής κάκωσης.

Φορούσαν μακριά μανίκια, κούμπωναν με επιμέλεια τις μανσέτες στους καρπούς, έκλειναν τα πουκάμισα μέχρι το λαιμό.  Μην πτυχωθεί το ύφασμα, μην φανερώσει τα σημάδια που άπλωναν σαν σκούρα συννεφάκια στο σώμα.
     Έπρεπε να τα κρύβουν. Ήθελαν να τα κρύβουν.

Όταν η μέρα τέλειωνε έκλειναν τις πόρτες τους, έβγαζαν τα ρούχα τους, τα κοιτούσαν και χαρτογραφούσαν τις θύμησες.

Καμιά φορά σε κάποιο τυχαίο άγγιγμα στο δρόμο η μνήμη ξαναγυρνούσε, η αγάπη άναβε στο μυαλό τους και έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ, πολύ για να μην προδοθούν.
     Τότε περπατούσαν ακόμη πιο βιαστικά, προσέχοντας  μήπως τους ακουμπήσει κάποιος και κυρίως μήπως κατά λάθος το βλέμμα τους πέσει στα κατεβασμένα μανίκια των υπολοίπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου