Ιστορίες αγάπης

Γυρνούσα τις σελίδες, έκλεινα το βιβλίο.
     Ξανά και ξανά.
     Τίποτε.
     Οι λέξεις είχανε γίνει ακατανόητες. Τα γράμματα, οι ανωφέρειες, οι καμπύλες και οι αιχμές τους, μού ήταν άγνωστα. Άφηνα το ένα βιβλίο και έπιανα το άλλο. Βγήκα και αναζήτησα βιβλία αλλού. Επέστρεψα. 
     Άπλωσα μπροστά μου λευκές σελίδες και πήρα στο χέρι το μολύβι. Και πάλι τίποτε.
     Κάθισα και με βρήκε η απόγνωση κι έκλαψα και δεν ήτανε δάκρυα μα νερό.
     Η γλώσσα με εγκατέλειπε.

Πέρασε αρκετός καιρός έτσι κι όσο κι αν δεν θα το περίμενα ποτέ, συνήθισα. Ξέχασα τις λέξεις και τις δονήσεις, τη συγκίνηση και τα όνειρα άλλων κόσμων, την αίσθηση των δακτύλων μου όταν πίεζαν το μολύβι καθώς το έσερνα πάνω στο χαρτί. Κι όταν τα ξέχασα όλα, ήρθε.

Για να ξαναϋφάνει τα δάχτυλά μου. Να ξαναεπινοήσει τις ιστορίες μου.
     Όλες οι δαγκωμένες μα ξαναγιατρεμένες λέξεις, ατσαλάκωτες, την περίμεναν. Την περίμεναν τα βιβλία που ψιθύριζαν την αγάπη, αδιάβαστα από καιρό και λησμονημένα. Το νερό, που δεν έκλαιγα πια, την περίμενε.


Κι ήρθε και το κορμί της αντανάκλασε για λίγο την απόλυτη σιωπή.

Κάτω από τα βιβλία υπήρχε χώμα.
Κάτω από το χώμα έτρεμαν οι υπόγειες πηγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου