Των τελευταίων

Έλιωναν οι τοίχοι.
Έλιωναν οι τροχοί.

Προχωρούσαμε προσεκτικά μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων και κρατούσαμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου. Ήταν η μόνη οδηγία, ο μόνος κανόνας που είχε μείνει όρθιος μέσα στον τρομαγμένο νου μας. Να κρατάμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου.
     Να το κρατάμε σφιχτά, σαν αρπακτικά. Αναπόδραστα, σαν εκδικητές.
     Να το κρατάμε.

Έλιωναν τα βιβλία και οι κάμποι, τα οικήματα και οι μπαχτσέδες.
     Οι ροδιές, τα μαλλιά και τα δοξάρια.
     Οι ήχοι και οι ματιές, οι ψίθυροι, τα μυστικά κάτω απ' τις πέτρες. Έλιωναν.
     Σκεφτόμασταν το χέρι του άλλου. Παρακαλούσαμε τη δύναμη να κυλήσει, να γιορτάσει στα δάχτυλά μας. Τη σκεφτόμασταν και λέγαμε οι λέξεις θα γίνουν ύλη και θα τα καταφέρουμε.

Έλιωναν τα αηδόνια και τα κρύσταλλα, ο επινομένος χρόνος και τα ρολόγια που άρθρωναν την αγαπημένη απάτη του. Οι σταθερές και τα νοήματα. Η λαχτάρα μας, έλιωνε.
      Κι ήρθε η ώρα που έλιωσαν τα πόδια και
τα δάχτυλά μας.
     Ξεχάσαμε τον άλλον.
     Ξεχάσαμε  την οδηγία.

Κι ήρθε η ώρα που δεν έμεινε πια τίποτα.
     Δεν έμεινε ύλη, οδηγίες ή λέξεις.

Πλέαμε, μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων, συγκλονισμένοι.

Και τότε, μέσα στον χαμό, στο  τέλος των ανύπαρκτων, στη σιωπή του ανείπωτου,
σηκώθηκαν οι τρελοί.

Σηκώθηκαν οι τρελοί και μας έτειναν το χέρι.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου