Do canaries dream of trees?

Αυτός ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε τρελάνει. Τα πνευστά και τα έγχορδα που θα σου συνέθλιβαν το λογικό, εάν τα άφηνες. Η χαρά τους, που δεν το 'χε σε τίποτα να σε καταπιεί ολόκληρο, αφήνοντας πίσω της τίποτε άλλο από το τίποτε.

Έμπαινες στην αίθουσα και σε καταλάμβανε τρόμος, εκείνος ο τρόμος που πάντα τον υποψιαζόσουν, πάντα τον ένιωθες να τρέμει δίπλα στο στόμα σου, να σπαρταρά πίσω στον ώμο σου, αλλά που δεν τον είχες γνωρίσει ποτέ. 
     Ο τρόμος χάραζε την αίθουσα και στο διάβα του μπορούσε να σε ποτίσει στον πόθο του για πάντα.
     Έβγαινες.

Ακουμπούσες λίγο στην κλειστή πόρτα και ξεχνούσες τις δονήσεις και τα τινάγματα όσο ξαφνικά τα είχες αφήσει να σε διαπεράσουν. Ανάσαινες. Κοιτούσες γύρω. 
     Έξαφνα συνειδητοποιούσες πως δεν είχες μπει από εκεί, εσύ είχες μπει από ένα μέρος όλο δέντρα, πουλιά και φως κι εκείνο ήταν ένα μέρος σκοτεινό γεμάτο λευκά κλουβιά με σιωπηλά καναρίνια που κοιμούνταν παραιτημένα, με κρυμμένα κεφάλια και φουσκωμένο φτέρωμα.

Άνοιγες την πόρτα, έμπαινες.
     Ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε γδάρει μέχρι βαθιά. Μέχρι τα σκοτεινά, υδάτινα κέντρα, εκεί που οι μνήμες σου θα μπορούσαν να  μουσκέψουν για πάντα με μιαν αγάπη τόσο κοντά στη φρίκη που καλύτερα να μην την γνώριζες ποτέ. 
     Ήταν τα πνευστά και τα έγχορδα που λύγιζαν και εκπυρσοκροτούσαν έναν ήχο τόσο συμπαγή που θα μπορούσε να σαϊτέψει μυριάδες λυγμούς στο κορμί σου και να σε τσακίσει.
     Κι ήταν τα δέντρα, το μαλακό φως και τα πουλιά, τόσα που έλεγες μα αυτό είναι το μέρος από όπου ήρθα
     Έβγαινες.

Έμπαινες στην αίθουσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου