Ιστορίες για το τέλος

Ήτανε λέει η τελευταία ημέρα του κόσμου, όχι η τελευταία πριν το χάος, η τελευταία πριν τον επόμενο.

Περιμέναμε στο λιμάνι τα πλοία που είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα, μεγάλα και σκοτεινά, με φουγάρα τόσο ψηλά που τα έκαναν να μοιάζουν σαν πύργοι κάποιας φανταστικής, απίθανης πολιτείας.
     Ήτανε μέρες που κάποιοι από εμάς είχαμε ετοιμάσει τα υπάρχοντα μας με ανυπομονησία, μέρες που άλλοι ούρλιαζαν στα ραδιόφωνα από φόβο εκτοξεύοντας κινδύνους και απειλές, που άλλοι σώπαιναν, άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι έτρεμαν. 

     Ο κόσμος τελείωνε και ένας επόμενος άρχιζε.

Στο δημαρχείο της πόλης το σύστημα των ρολογιών που έθετε τα πάντα σε κίνηση είχε ήδη αρχίσει να ξεχαρβαλώνεται, τεράστια γρανάζια έπεφταν κάθε τόσο από δω κι από κει κι έπρεπε να προσεχείς πολύ, πολύ όταν πλησίαζες το σημείο εκείνο. Οι πελώριοι γυαλιστεροί δείκτες γυρνούσαν όλο και δυσκολότερα και ήταν φανερό πως δεν θα περνούσε πια πολύ ώρα μέχρι κάποιος από αυτούς να πέσει εντελώς στο έδαφος, συμπαρασύροντας τα πάντα στο τελεσίδικο λιώσιμό τους.

Τα πλοία πλησίαζαν, οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, πώς θα ήταν ο επόμενος, έλεγαν, ίσως και να μην είχε καθόλου ρολόγια, ίσως και να δούλευε με φως ή με αέρα, ίσως και να μπορούμε να πετάμε ή να κάνουμε κάτι άλλο που ως τα τώρα δεν μπορούσαμε,
     κι αν, αν έλεγαν κάποιοι δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει τελικά επόμενος;

Επειτα όλα έγιναν γρήγορα, τα ρολόγια γκρεμίστηκαν, τα πλοία έφθασαν, φύγαμε, είδαμε να πέφτει μια μαύρη, λασπώδης βροχη, είδαμε απο μακριά τον άλλο, τον επόμενο κοσμο, ακούσαμε το σύστημα των ρολογιών του να μπαίνει σε λειτουργία, πατήσαμε το χώμα του και πήραμε τον δρόμο για το σπίτι μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου