Υετός (βροχή)

Ήταν η ώρα που τα τοπία γίνονταν τρυφερά και παράξενα ανοίκεια, καθώς το νερό γεφύρωνε τα χάσματα με τον άπιαστο ουρανό. Η ώρα των ανείπωτων, που τα θαύματα παραμόνευαν στο σκοτάδι των φθινοπωρινών ημερών. 

Ήτανε σκοτεινές οι μέρες, ευγενικά σκοτεινές, σαν τους πόθους που κακοφορμίζουν χωρίς να πεθαίνουν και μένουν σαν έρμα φάσματα να στοιχειώνουν το χρόνο με αγάπη.

Βγαίναμε έξω για να μυρίσουμε τα βότανα που καθώς λικνίζονταν από το αγέρι ή το νερό αποδέσμευαν πιο πυκνά και συμπαγή αρώματα από ποτέ, κι έπειτα για να δούμε τα λαμπερά χρώματα του πράσινου και του κεραμιδί και να χαζέψουμε τα στιλπνά μανιτάρια και τα νωχελικά σαλιγκάρια.
Βγαίναμε ακόμη για να ακούσουμε τον κηπο μας να ποτίζεται, για να βραχούμε λες και μοχθούσαμε κι εμείς μαζί του καθώς αγωνιζόταν να πετάξει τους μίσχους του, λες κι η βροχή με έναν παράξενο τρόπο μας έφερνε πίσω μια χαμένη μνήμη.
Μια μνήμη που ήξερε για μας πράγματα θαμμένα, που εμείς είχαμε για πάντα χάσει.

Βγαίναμε για να κλάψουμε. 

Τρυφερά, για όλα όσα  πληγώθηκαν και χάθηκαν, για τους χαμούς και το χώμα, αλλά και για τον χρόνο, και για το πράσινο, και για την ομορφιά.

Βγαίναμε.
Βγαίναμε έξω, στη βροχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου