Τρώει τα σωθικά

Καθώς εξαφανίστηκαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου σηκώθηκε άνεμος.
     Δεν ήταν ό,τι θα περίμενες κείνη την ώρα, ήταν κάτι παράξενο και αψύ που πίκριζε και σου 'δινε την εντύπωση πως θα μπορούσε να συρθεί μέχρι βαθιά στα κόκαλά σου και να μείνει για πάντα εκεί, γοητευτικό και κακόβουλο, δημιουργώντας συνεχώς νέους δεσμούς με τα κύτταρά σου. 
     Έπειτα ήρθαν οι πρώτες σταγόνες κι η βροχή άρχισε να πέφτει με μιαν αδιάφορη, υστερόβουλη ηρεμία αναρριγώντας νωχελικά το χώμα και τα χόρτα.

Τότε καταλάβαμε πως η ώρα που για καιρό τρέμαμε είχε πια έρθει. 
     Δεν ήταν η ώρα του τέλους.
     Ήταν η ώρα που θα έφταναν εκείνοι.

Με γουρλωμένα μάτια κοιτάξαμε γύρω μας.

"Είναι στο πηγάδι!" φώναξε κάποιος πνιχτά. Κάτι ανείπωτο έγδαρε το χώμα δίπλα μας.
    Οι ανάσες μας έβγαιναν απότομα και βεβιασμένα καθώς ο τρόμος απλωνόταν με βελούδινα, σχεδόν άκακα κύματα στην κοιλάδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου