Της Πνιγμένης

Έπειτα από 'κείνο το γεγονός κανείς δεν άφηνε τα κορίτσια του να πλησιάσουν στο πηγάδι, ούτε όταν ξεχειμώνιασε κι οι μέρες μεγάλωσαν πλαταίνοντας τον τόπο και προλαβαίνοντας τα λάθος πατήματα.
     "Η Πνιγμένη περιμένει", έλεγαν.
    "Το νερό που την πήρε αγάπησε τα σώματα που μαβίζουν, εκείνα τα σημεία στο δέρμα που αλλάζουν χρώμα τρυφερά καθώς η σάρκα πονά και υποχωρεί", έλεγαν.
    "Το νερό θέλει κι άλλο".
    

Εκείνο το καλοκαίρι τα κλωνάρια της γέρικης συκιάς έγειραν πάνω στο πέτρινο πηγάδι κι ακούμπησαν στις τριανταφυλλιές κι έμπλεξαν κλαδιά, αγκάθια κι άνθη και σκαρφάλωσαν στις πέτρες κι ακούμπησαν  καρπούς και  πέταλα.
     Και η πνιγμένη, λένε, σκαρφάλωσε στα κλαδιά, βγήκε, ξάπλωσε στο χώμα κι άφησε τα κλαριά να την τυλίξουν μέχρι που χάθηκε.

Το φθινόπωρο τα σύκα έσκαγαν κι έπεφταν με θόρυβο στις πέτρες και το χώμα και ανακατεύονταν με τα τριαντάφυλλα που ξεδιπλώνονταν και καίγονταν μεθυστικά. Εκστατικές οι μέλισσες, τρυγούσανε αδιάκοπα.
     Ο τόπος έβραζε από μυρωδιές, μέλι και ρόδο και την χαμένη αγάπη της Πνιγμένης, τόσο που δεν τολμούσες μήτε να ζυγώσεις γιατί σ' έπιανε λιγοθυμιά κι ένας περίεργος, ζοφερός πόθος.

Από τότε κάθε φθινόπωρο κλείδωναν τα κορίτσια στα σπίτια τους γιατί όλα αποτρελαίνονταν κι ήθελαν να τρέξουν στο πηγάδι που αγαπούσε τα μελανιασμένα σώματα.

Ήταν άγριοι, εκείνοι οι καιροί. Άγριοι κι επικίνδυνοι από αφόρητη ομορφιά.

2 σχόλια: