ΔΟΞΑΡΙ

Σκληρό το βιολί μού τσάκιζε τη ραχοκοκαλιά. 
Γύρω μου οι τοίχοι έλιωναν από τ' ανείπωτο, από τον ήχο με όλα τα αγκάθια του αλλά και τη στιλπνότητά του. Κοίταξα τριγύρω, τους υπόλοιπους, σκυμμένους στα ποτά τους, με τα κεφάλια παρατημένα στα χέρια τους ή με τα χέρια παρατημένα στα πόδια τους, να παρακολουθούν εκστατικοί και συνεπαρμένοι, τόσο που θα έλεγες πως ξεπερνούσαν τα όρια και ξαναγίνονταν πάλι αδιάφοροι κι απαθείς.

Δοξαριά. Κέντημα. Γδάρσιμο

Τριγύρω άρχισαν να ακούγονται σιγανά και πνιχτά βογκητά. Θυμάμαι πως προσπαθούσα να βρω κάπου να καθίσω, μια μικρή γωνία να χωρέσω και δεν υπήρχε. Ήθελα να μείνω εκεί, να ζήσω το κάθε τέντωμα και λίκνισμα του ήχου, ν' αφήσω το δοξάρι να με νικήσει, να με κόψει.

Παύση. Δοξάρι. Κάψιμο.

Έπαιζε το βιολί σαν να ήταν τα χέρια του. Σαν να ήταν τα χέρια του και κυρίως σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί. Έπαιζε σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί κι αυτό τον έκανε παράλογα, εξωφρενικά όμορφο.
Δίπλα μου ακούστηκαν πάλι βογκητά κι από πιο κάτω μού έκαναν νόημα ότι υπήρχε χώρος να καθίσω.

Δοξαριά. Ανάσα. Βογκητό.

Κάθισα, ακούμπησα τα χέρια μου στα πόδια μου και τον κοίταξα.
Το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω εκεί, να αφήσω το δοξάρι να με τσακίσει.
Κοίταξα τα χέρια μου, που είχαν αρχίσει να ματώνουν τρυφερά.

Παύση. Δοξάρι. Δοξάρι. Δοξάρι.

1 σχόλιο:

  1. «Έπαιζε σαν να μην ήμασταν εμείς εκεί κι αυτό τον έκανε παράλογα, εξωφρενικά όμορφο»...

    ΑπάντησηΔιαγραφή