...έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη.

Άγγιζα τις πυρωμένες πέτρες πιέζοντας την παλάμη μου με δύναμη. Ήθελα να νιώσω όλη τους τη θέρμη, όλο τους το θυμωμένο παράπονο που θύμιζε γη, μητέρα και ξόδεμα.

Στην πέτρινη καλύβα, στο κέντρο της πλατείας, οι άντρες έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Οι άγριες φωνές και οι ζητωκραυγές τους σκόρπιζαν ολόγυρα στην κοιλάδα και πολλαπλασιάζονταν βελούδινα και παθητικά στις κατωφέρειες και τις πλαγιές της. 
     Μύριζε λεβάντα ή τριαντάφυλλο, ανάλογα με τον καπνό που έβγαινε από την καμινάδα, μαβής ή κόκκινος, ανάλογα κι αυτός με το αποτέλεσμα της κάθε μάχης.
     Κανείς έξω από την καλύβα δεν ήξερε τη σημασία των χρωμάτων, κανείς δεν έπρεπε να την μάθει. 

Μαβί για το χωμάτινο, τον έρωτα του χαμού και την αγάπη της λησμονημένης, έλεγαν. 

Κόκκινο, έλεγαν, για την αγάπη την παλιά, την αγάπη του τόξου και της σκιάς, που χαράζει σύνορα και τα χαράζει βαθιά, σε σάρκα από αίμα.

Πίεζα με δύναμη την παλάμη μου στις πυρωμένες πέτρες και περίμενα τη σειρά μου. Όλες εδώ περιμέναμε τη σειρά μας καθώς οι άντρες στην καλύβα έπαιζαν σε στοιχήματα την αγάπη. Κάποιες αδημονούσαν τόσο που έτρεμαν, αλλά εγώ όχι. Εγώ ήξερα.

 Ήξερα πως οι άντρες δεν έπαιζαν κανένα στοίχημα, μονάχα έκλαιγαν, έκλαιγαν όσο προλάβαιναν γιατί αφού φώναζαν κάποια από εμάς δεν θα μπορούσαν να κλάψουν ποτέ, ποτέ ξανά. Ήξερα πως η αγάπη στην πραγματικότητα δεν έχει χρώμα, έχει μόνο θυμό, ότι σε τρώει μέχρι βαθιά, μέχρι τα σκοτάδια κι έτσι σιγά-σιγά καθαγιάζει τους τρόμους.
     Ήξερα και το τέλος.

Καπνός μαβής. Το όνομά μου. "Προχώρα".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου