Μακέτα

Έπειτα μου έδωσε τη σκούπα και μου είπε να στρωθώ στη δουλειά γιατί ο χρόνος τέλειωνε.
"Αν και  στην πραγματικότητα χρόνος δεν υπάρχει. Αλλά ούτε πραγματικότητα υπάρχει. Δεν υπάρχει καν η πραγματικότητα, γι' αυτό κι ο χρόνος μπορεί και τελειώνει ενώ δεν υπάρχει."

"Ξεκίνα λοιπόν γιατί θα έρθει για να τελειώσει το έργο του".

Πατούσα το σκληρό καφέ υλικό που θα φιλοξενούσε το Χώμα και σκούπιζα. Σκεφτόμουν πως μου έμεναν τα μισοτελειωμένα Φυτά και η Θάλασσα, που είχε απομείνει κι αυτή ατέλειωτη αφότου έφυγε Αυτός. Προς το παρόν δεν ήταν παρά μια δυσκίνητη μπλε μάζα, διαφανής, σαν μια στιγμή θύμησης που ξαφνικά έπηξε.

Δούλευα πυρετωδώς όσο εκείνη με κοιτούσε. Ακουμπούσε με προφύλαξη πάνω στα μισοτελειωμένα Δέντρα και κοιτούσε τον ζωγραφισμένο Ουρανό και τα Σύννεφα που είχαν ακόμη τα μαύρα περιγράμματά τους. Καμιά φορά έμενε για λίγο εντελώς ακίνητη και με κοιτούσε χωρίς καν να βλεφαρίζει. 
Εκείνες τις στιγμές, που την έβλεπα ακίνητη μέσα στην απόλυτη ακινησία του τοπίου, μπορούσα κι ένιωθα την απουσία του χρόνου να φωλιάζει βαθιά στα κόκαλά μου.

"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Από την αρχή. Θα το τελειώσει και όλα θα αλλάξουν. Θα επιστρέψουμε εδώ. Στον Κήπο των πρώτων μας χρόνων".
Ακουμπούσε στα μισοτελειωμένα Δέντρα και με κοίταζε.

"Έτσι όπως είναι τώρα", είπα χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της, "μου φαίνεται τόσο ασήμαντο." Σταμάτησα και την κοίταξα.  "Δεν θα 'ρθει, το ξέρεις".

"Πώς μπορείς να μιλάς έτσι;" , φώναξε αναταράζοντας την πηχτή ακόμη θάλασσα.
"Αυτός θα έρθει και θα τελειώσει το έργο του".
"Αποφάσισε να το ξαναφτιάξει".
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"
"Σκούπιζε"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου