αναρώτηση

Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

Ολόγυρα νερά που γυάλιζαν και λίκνιζαν τον όγκο τους στροβιλιστά κι ήτανε νύχτα κι ήταν μαύρα τα νερά, μαύρα νερά σαν από πεθαμένα ποτάμια.

Ολόγυρα μαύρα νερά κι έλεγα "πώς ανέβηκα εδώ" κι έλεγα "πώς θα κατέβω".

Τότε θυμήθηκα, είχα ξεχάσει και θυμήθηκα, ήμουν πάνω στη σκεπή και ξαφνικά θυμήθηκα. 

Και τότε είπα "μονάχα να κλάψω μπορώ τώρα, τώρα που θυμήθηκα, μόνο να κλάψω".

Κι έκλαψα γιατί πριν θυμηθώ ήμουν αγνώμονας, αγνός και άγνωρος, ήμουν καθαγιασμένος από την απουσία κι ήμουν ένοχος, πορφυρός κι ένοχος σαν τους όμορφους νεκρούς, αλλά τώρα πια δεν ήμουν.

Έκλαιγα με νερό και το βλεπα να κυλάει από τη στέγη για να βρει το άλλο, το πολύ, το μαύρο νερό.

Και τότε είδα στις γύρω στέγες κι άλλους που δεν φαινόταν πολύ καλά αλλά το ήξερα πως έκλαιγαν όπως έκλαιγα κι εγώ, κλαίγαμε για να τιμήσουμε το μαύρο νερό και την κακοφορμισμένη αγάπη που δεν ξέραμε πια που να τη βρούμε.

Έκλαιγα και τα δάκρυά μου όλο γέμιζαν τα νερά κάτω από τις στέγες, έκλαιγα κι έλεγα "κάνε να ξεχάσω, να ξαναγίνω θαύμα κι ας μην ξέρω, μόνο κάνε να ξεχάσω".


Καθόμουν στη σκεπή κι ύστερα δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί κι ύστερα καθόμουν στη σκεπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου