Ιστορίες που φυλούσαν για την πιο κρύα νύχτα (I)


Περνούσαμε τα βουνά. Κάτω από λευκούς, απέραντους, νεφελώδεις ουρανούς που έλεγες πως μας συρρίκνωναν και πολλαπλασίαζαν την απόσταση που είχαμε να καλύψουμε, πως απομάκρυναν την επόμενη πλαγιά, την κοντινή κορυφή.
     Περνούσαμε τα βουνά κι έλεγες πως το δέος μάς έκανε ολοένα μικρότερους.

Περπατούσαμε άλλοτε με απόφαση κι άλλοτε με απελπισία. Κάτω από σκοτεινούς, φθαρμένους ουρανούς που έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα έριχναν καταπάνω μας όλη τους τη σκοτεινιά σε μια μοναδική, σαρωτική έκρηξη. Σκοτεινιά από ύλη κι όχι από αγέρα, σκοτεινιά που αν μας έφτανε θα μας σκέπαζε για πάντα στη τρομακτική θαλπωρή της, σκοτεινιά που αν τη γλιτώναμε δεν θα γνωρίζαμε ποτέ μα ποτέ την αλλόκοτη χαρά που σε διαπερνά και σε σκάβει και σε πονά και σε σαλεύει. 
     Περπατούσαμε κι έλεγες πως ο τρόμος μάς έκανε πιο αργούς και πιο όμορφους.

Περνούσαμε τα βουνά κι εκείνα κάποτε τελείωσαν. Τέλειωσαν οι ουρανοί κι όταν σταθήκαμε για λίγο οι δρόμοι πίσω μας πήραν φωτιά.
     Κοιτούσαμε τους δρόμους που μας είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί να φλέγονται ενώ το στόμα μας  πυρπολούσε, ανασαίνοντας για πρώτη φορά, η λέξη αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου